Αγαπητέ Θ.,
αγαπητέ Θήτα. Πάνε χρόνια που κυνηγώ το γύρισμα εκείνου του λαιμού, εκείνων των μαλλιών τον κυματισμό, μια γενικότερη στάση. Είχα ξεχάσει τα γυαλιά. Και, στο κάτω κάτω, έχετε κάπως αλλάξει.
Άλλαξα σπίτι.
Κάπου ανάμεσα στις κούτες, τους έξαλλους εργάτες και το ψυγείο που χάλασε στη διαδρομή, έχασα πολλά πράγματα. Έχασα και τη διεύθυνσή σας. Πήγαινε, τώρα! Χαρούμενο Γράμμα! Πες του –πες του το γράμμα που δεν έγραψα πριν φύγω.
Πάντα χάνω πράγματα στις μετακομίσεις. Κι αυτές τις κάνω καθημερινώς. Χάνω βιβλία που δεν διάβασα ποτέ, διευθύνσεις και σημαντικά μηνύματα. Χάνω τον σελιδοδείκτη και τις προθεσμίες. Χάνω τη μια μου κάλτσα και ένα σημειωματάριο με κάτι που δεν πρέπει να ξεχάσω γραμμένο μέσα.
Ξεχνώ, επίσης, πολλά. Πάρα πολλά. Σ’ αυτές τις μετακομίσεις.
Άνοιξα μια κούτα, έβγαλα μια παπλωματοθήκη που είχα κάνει κουβάρι και την έπλυνα. Καθώς έβαζα το πάπλωμα, βρήκα μια κάλτσα άγνωστης προελεύσεως μπερδεμένη μέσα. Ποιανού ήταν η κάλτσα; Γιατί δεν θυμάμαι; Μήπως η παπλωματοθήκη ήταν αλλουνού; Ούτε κι αυτή μου θύμιζε κάτι.
Όλα αυτά για να σας πω πως χάνω πράγματα, ξεχνώ κιόλας, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία τους. Η μητέρα μου πάντα έλεγε πως αν στην ομιλία μας κάτι ξεχάσουμε, τότε απλώς δεν είναι σημαντικό. Κι όμως. Αυτό το κάτι που ξέχασα, ήταν σημαντικό. Δεν θυμάμαι γιατί, αλλά ήταν. Ήταν σημαντικό σαν κλειδί. Τώρα που ξεχάστηκε, η πόρτα θα παραμείνει για πάντα κλειστή.
Λέτε αυτό να συμβαίνει και με το εγκαταλελειμμένο σπίτι απέναντι;
Το παρατηρώ κάθε μέρα. Κι όμως, κανένας δεν έρχεται να το κοιτάξει, να πάρει μέτρα, να δείξει μία-μία τις τρύπες στην οροφή του. Είναι σαν να έχει ξεχαστεί από κάποιον. Από αυτόν που το είχε. Μόνο κάτι γάτες έρχονται και κοιμούνται στην αυλή. Τα ξερά φύλλα πρέπει να είναι για αυτές το πιο βολικό μαξιλάρι.
Αχ, όμως, να. Πάλι το ξεχνώ.
Στο νέο σπίτι έχουμε μια καρυδιά που μας χαιρετά κάθε μέρα. Αναπνέει και φυσά και σκουπίζει ως μακριά τις κακές σκέψεις. Είναι εκεί, βέβαια, για να προστατεύει το κουφάρι του σπιτιού που ανέφερα προ ολίγου. Είναι πολύ συναχωμένο, με τα παράθυρα τρύπια και τις πόρτες ανοιχτές, χωρίς ένα πλεκτό κασκόλ ή λίγο τσάι. Στις γάτες, που κοιμούνται εκεί, ρίχνω ζαμπόν από το καινούργιο παράθυρό μου. Το σπίτι αναστενάζει θλιμμένα κι η καρυδιά του λικνίζεται.
Όταν πια δεν θα αντέξει αυτή την κούνια-μπέλα των μπλε διαθέσεων, απλά θα πέσει πάνω του να το πλακώσει.
Έτσι είναι οι σχέσεις, δεν νομίζετε;
Αλλά το καλό είναι πως έχουμε κι εμείς προνόμια. Η καρυδιά μας χαιρετά κάθε μέρα καλοδιάθετη.
Χθες η καρυδιά έριξε όλα της τα φύλλα. Και σήμερα η καρυδιά έχει γεμίσει κόμπους στα κλαριά. Σύντομα θα ανθίσει ή θα πετάξει νέα, καταπράσινα φυλλαράκια. Αναγγέλλει έτσι τον ερχομό μιας αλλαγής. Καιρικής, συναισθηματικής, ποιος ξέρει; Ίσως να φέρνει τα μαντάτα για το σπίτι απέναντι.
Αλλά ξέχασα γιατί σας τα είπα όλα αυτά. Αγαπητέ κύριε Θήτα, το υπόλοιπο όνομά σας κάνει σιγά-σιγά φτερά. Πέφτει κι αυτό θύμα της μνήμης μου που φθίνει.
Υ.Γ. Ίσως στο υστερόγραφο να θυμήθηκα κάτι. Ύστερη προσπάθεια, λοιπόν, το υστερόγραφο. Θυμήθηκα κάτι που ίσως και να ήθελα να σας ρωτήσω.
Εσείς, υπόγειε τύπε των τούνελ, σίγουρα θα το γνωρίζετε. Γιατί κάηκαν τα δάση τελικά; Θα ήταν πιο δύσκολα τα σχέδιά σας με αυτά; Ποιος τα έκαψε, τέλος πάντων;
Καταλαβαίνετε την αγωνία μου, την απορία μου. Απαντήστε μου, λοιπόν, μόνο σε αυτό. Τα υπόλοιπα, περασμένα ξεχασμένα. No hard feelings, στ’ αλήθεια. Περιμένω γράμμα σας, εδώ, στη νέα διεύθυνσή μου.
Μυρτώ Χαρβαλιά