[…] Δεν θα επεκταθώ πολύ στα εφηβικά χρόνια του Αντώνη, γιατί –παρά τι πιστεύει η πλειονότητά μας– υπολείπονται σε ουσία. Σημασία για μένα έχει το παιδί που ποτέ δεν έβγαλε ο Αντώνης από μέσα του, αυτός ή ο κάθε Αντώνης. Ένα τέτοιο παιδί γίνεται σύμβολο ελευθερίας. Ας μην ξεχνούμε: η εφηβεία είναι ένας ακόμα δρόμος διχαλωτός: είτε στην άφευκτη πορεία για την ενηλικίωση θα αποβάλεις τα παιδικά σου όνειρα και θα κατακτήσεις με το αίμα σου τον σταθερό ρόλο του «νομοταγούς» πολίτη σε μια κοινωνία άδικη, άθεη και ιδιοτελή, είτε θα ρισκάρεις τη μελλοντική σου ακεραιότητα για να κάνεις εκείνο το κάτι άλλο, μπροστά στο οποίο οι πολλοί δειλιάζουν, ωχριούν και τους κόβεται η ανάσα. Το κράτος, που ιθύνει τεχνηέντως τα εφηβικά μυαλά, σμιλεύει πλέον ―όχι τόσο απροκάλυπτα― τους πιο αδίσταχτους κομφορμιστές. Οικοδομεί μέρα με τη μέρα τους πιο θαρρετούς αντεπαναστάτες. Συναρμολογεί τα πιο λυσσαλέα γρανάζια. Ο νέος-γρανάζι είναι ο ισχυρός νέος. Στη δικιά του ατομικιστική πυγμή εδραιώνει το κράτος τη διαιώνιση της εξουσίας του. Μπορεί ο «Λεβιάθαν» να είναι κουτοπόνηρος, μα έχει μυαλό πρακτικό∙ κι αυτό αρκεί για τους σκοπούς του.
Η χυδαία αγριότητα του Κράτους οδήγησε σε κοινωνική βαρβαρότητα. Οι πόλεις, σταδιακά, έγιναν αστικές ζούγκλες. Γι’ αυτό βρίσκεται σε έξαρση η νεανική παραβατικότητα. Ανάμεσα στο πνιγηρό δίλημμα «κομφορμισμός» ή «επανάσταση», ο συγχυσμένος νέος θα αντιδράσει με καινούργια βία. Στην αγριότητα, βαρβαρότητα. Στην αλήθεια, αληθοφάνεια.
Μα η βία που ασκείται απ’ τους θεσμούς είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου υπόγεια, ενώ η βία που διαδηλώνεται απ’ τους παραστρατημένους νέους είναι τυφλή και φυσική.
Ενώ παλαιότερα η νιότη ήταν ένα θεόθεν δώρο προς ξετύλιγμα, τώρα πια είναι ένα ανιαρό κομμάτι χρυσού που πετιέται στα σκουπίδια με την πρώτη ευκαιρία. Έτσι «επαναστατείς» σήμερα. Καθετί τρυφερό συνεπάγεται αδυναμία. Η αγαθοσύνη είναι πια μια καραμέλα των «δούλων». Πια ο αυτόδικος τιμωρός δεσπόζει. Πρόκειται για ένα κοινωνικό χάος. Το αντίθετο ακριβώς της αληθινής αναρχίας, που οραματίσθηκαν οι μεγάλοι θεωρητικοί.
Κάποτε οι Ελληνικές κυβερνήσεις μοίραζαν υποσχέσεις πιο απλόχερα απ’ ό,τι ο λαχειοπώλης τα λαχεία. Πολλοί άνθρωποι έκαναν παιδιά, τα οποία τελικά δεν μπορούσαν να θρέψουν, ή έστω να κατανοήσουν. Ο γονιός φρικιά μπροστά στη δικιά του ανικανότητά του και την αδυναμία του κράτους να αναλάβει τις ευθύνες του. Η αδιέξοδη σύγχυση, η διάχυτη οργή, η συνταρακτική μετάνοια, γεννούν –για άλλη μια φορά– τη βία. Τα παιδιά αυτά δέχτηκαν βία αντί για αγάπη. Έμειναν αγαλούχητα και άπλαστα. Με την αίσθηση του ανικανοποίητου να τους κατατρώει τα σωθικά.
Μπροστά στο σταυροδρόμι του μέλλοντος, ένα τέτοιο παιδί θα απελπιστεί. Θα χάσει το χρώμα του. «Αν δεν μπορείς να κατασταλάξεις σε ένα απ’ τα δύο εκτεινόμενα μονοπάτια, βάλε τους φωτιά». Έτσι μαθαίνει ο σύγχρονος άνθρωπος να επιλύει τα προβλήματά του. Σε ένα καθεστώς επιβεβλημένης αφέγγειας, το σκοτάδι είναι η νέα καρμανιόλα. Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ είναι ο πραγματικός Σαιν Ζυστ. Αντί για σιωπή, προτιμάται το ούρλιασμα. Όσο τρυφερότερος ο τράχηλος, τόσο πιο ένδοξη η εκτέλεση.
Ανδρέας Κωσταγεωργός