Το Κρύο

Το Κρύο

Το Κρύο ξεκίνησε από τα ακροδάχτυλά της. Ούτε που κατάλαβε πότε ή πώς. Απλά ό,τι άγγιζε γινόταν πάγος. Μια μέρα ξύπνησε και το Κρύο είχε απλωθεί σε όλο το μήκος των χεριών της. Ένιωθε λες και ο αέρας που περιέβαλε τα χέρια της είχε μεταβληθεί και σχημάτιζε αόρατους κρυστάλλους, που χόρευαν ανέμελοι σε σφιχτούς σχηματισμούς και της πάγωναν το αίμα, σιγά σιγά.

Μετά τα χέρια, το Κρύο αποφάσισε να απλωθεί στα πόδια της, μονομιάς. Κρύωνε, κρύωνε πολύ όσα ρούχα κι αν φορούσε, όσο κι αν έτριβε το σώμα της. Το Κρύο είχε έρθει για να μείνει. Ανέβηκε από τα πόδια στον κορμό, απλώθηκε στην κοιλιά, τη μέση, την ωμοπλάτη, τους ώμους, τον αυχένα, τις κλείδες, το κεφάλι. Και το στέρνο;

Όχι, όχι το στέρνο. Στο στέρνο αντιστεκόταν ένα σύμπλεγμα μυών στο μέγεθος της κλειστής της γροθιάς, σε συνεχή συστολή και διαστολή, κι ανάμεσα παύσεις τόσο μικρές που το αυτί δύσκολα τις πιάνει, αλλά πόσο μα πόσο σημαντικές. Τα βράδια που έπεφτε να κοιμηθεί άκουγε την καρδιά της να χτυπάει και σε κάθε μικρή παύση το Κρύο φαινόταν να νικάει για λίγα βασανιστικά δέκατα (ή μήπως εκατοστά;) του δευτερολέπτου. Μέχρι που άκουγε, ή καλύτερα ένιωθε, στην άκρη των παγωμένων της δαχτύλων τον παλμό, το σκίρτημα. Όσο το ακούω, όσο το νιώθω, είμαι ζωντανή, έλεγε.

Αποκαμωμένη από την αγωνιώδη αναμονή, αποκοιμιόταν το χάραμα με το χέρι πάνω στο στέρνο. Και η πρώτη της σκέψη κάθε πρωί, η πρώτη της κίνηση ήταν να ελέγξει τον ήχο της καρδιάς της.

Όλη αυτή η αγωνιώδης αναμονή την έτρωγε σαν σαράκι, από μέσα, χειρότερα κι από το Κρύο. Άλλο δεν μπορούσε να σκεφτεί παρά την καρδιά της, που φάνταζε να δίνει μια συνεχή μάχη. Ναι, αλλά έναντι σε τι; Τι ήταν αυτό το Κρύο; Από πού είχε έρθει; Πότε θα έφευγε; Το είχαν κι άλλοι; Τι έπρεπε να κάνει για να το διώξει;

Μπορείς να πεθάνεις από το Κρύο;

Ναι, αν τρυπώσει και στην καρδιά σου, ναι. Γι’ αυτό να την φυλάς.

 

Αγγελική

 

*πίνακας: Henri Matisse, “Notre-Dame, une fin d’ arpes-midi“, 1902.