Το μαραμένο ρόδο

Πάνω στην ακανθώδη

σάρκα του χαροπαλεύουν

οι σκισμένες αρτηρίες –

σαν ξεθωριασμένες κορδέλες.

Το πένθος μιας αγάπης,

από τη σύλληψη νεκρής,

μοιρολόι ψέλνει

κάτω από τη σιγή του ουρανού.

Τα πέταλα μούσκεψαν

με το άρωμα της λησμονιάς.

Αναθυμιάσεις μεταλλικές

θυμιάτισαν το κίτρινο χώμα.

 

Το ρόδο στράγγιξε,

σταγόνα σταγόνα,

τον πορφυρό πίδακα.

Μαράθηκε.

 

Γιώργος Δρίτσας

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

αλεξανδρινοί λωτοί

κοινοπραξία   φαντάζομαι να χειρονομώ εμφατικά προς είδωλα από καιρό ξεχασμένα. το σπίτι...

Άλλη Αθήνα

Ήταν η κακιά η ώρα και η χώρα η...

Ο ήλιος

Κοντεύει μεσημέρι· ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά και πυρπολεί τα κύτταρα...

Τραγούδια μιας εξορίας

Μουσική φρεσκοβαμμένου δωματίου Μεγάλωσα κάτω από τον καταγάλανο ουρανό και...