Το τέλος του κόσμου

Χρόνια τώρα πάλευα να το εξομολογηθώ και τώρα που οι συνθήκες με αναγκάζουν δε βρίσκω κάποιο λόγο να προβώ στην εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας. Το τέλος πλησιάζει κι εγώ πρέπει να έρθω αντιμέτωπη με ένα από τα μυστικά που με βαραίνουν χρόνια ολόκληρα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήταν όμως τόσο σημαντικό να το αποκαλύψω; Ενδιέφερε κανέναν στην τελική; Σκέφτομαι ότι για να κάνω μια αποκάλυψη την τελευταία μέρα πριν το τέλος, καλό θα ήταν να έχω κάτι χρήσιμο να πω. Για εμένα, ναι, ήταν αλλά μεταξύ μας δε θα χαράμιζα ούτε λίγο από το σάλιο μου για να δώσω τις εξηγήσεις· αλλά και σε ποιον απ’ όλους;

Ήταν μια πρόωρη συνειδητοποίηση κάπου στην ηλικία των πέντε. Βρισκόμουν σ’ ένα εξοχικό σπίτι στη Νικιά της Νισύρου, ως συνήθως καλεσμένοι οικογενειακά από ένα φιλικό ζευγάρι των γονιών μου, αναγκαζόμασταν όλα τα παιδιά να μοιραζόμαστε τον ίδιο χώρο για τον ύπνο μας, πολλές χρονιές και το ίδιο κρεβάτι, όταν οι καλεσμένοι αυξάνονταν και πληθύνονταν όσο κυλούσαν τα καλοκαίρια.

Περνούσαμε το βράδυ μας σε μια σοφίτα με υπερβολικά χαμηλό ταβάνι, θαρρείς πως μας πετούσαν εκεί για ύπνο, λόγω ύψους και του μειωμένου θάρρους προκειμένου να διεκδικήσουμε κι εμείς το δικαίωμα διαμονής σε ένα από τα ψηλοτάβανα δωμάτια του ισογείου. Ο χώρος ήταν τόσο αποπνικτικά μικρός που οποιοσδήποτε θόρυβος ακουγόταν δυνατά και δυσκόλευε τον ύπνο μας. Ή για να γίνω ακόμα πιο συγκεκριμένη, τον δικό μου ύπνο. Το ίδιο τροπάρι κάθε καλοκαιρινό βράδυ. Ένα ατέρμονο παιδικό πάρτι από βαριές ανάσες και ροχαλητά τα οποία εμπόδιζαν την ξεκούρασή μου και με έφερναν στα όρια της υστερίας.

Αχάραγα, το τοπίο κάπως άλλαζε και μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου. Περίμενα πώς και πώς αυτά τα πρωινά για λίγα λεπτά ύπνου. Στην πορεία όμως έχανα την πίστη μου μιας και το κουμπί της τηλεόρασης ακουγόταν και ξεκινούσε ένας μαραθώνιος από καρτούν στην παλιά τηλεόραση της γιαγιάς οικοδέσποινας. Παιδικά κακής ποιότητας με πολλά κύματα σε κάθε προβολή. Κάθε καλοκαίρι σιχτίριζα από μέσα μου, έβριζα και κατηγορούσα όλα τα παιδιά που δεν είχαν πάει για επέμβαση διαφράγματος μπας κι αυτό το μαρτύριο σταματήσει.

Παρακαλούσα και δελέαζα τους γονείς μου να επισκεφτούμε το εξοχικό της μητέρας μου για λίγη ησυχία και ξεκούραση. Κάπως τους κατάφερνα και υπέκυπταν στους συναισθηματικούς εκβιασμούς μου και τα ατελείωτα κλάματα και με πήγαιναν να δω τη γιαγιά. Με άφηναν ένα μήνα μαζί της να απολαύσω τη βουκολική ζωή. Εκεί θα ήμουν σε θέση να βλέπω όλη μέρα τηλεόραση, να τρώω όσο θέλω και το βράδυ να κάνω τον πιο ξεκούραστο ύπνο σε ένα ορεινό χωριό του νομού Μεσσηνίας. Δυστυχώς, η κατάσταση όμως ήταν ακόμα χειρότερη εκεί· εάν στο νησί δεν άντεχα τα ροχαλητά έξι μαμόθρεφτων, εδώ δεν άντεχα σε καμία περίπτωση τα ροχαλητά των μαντράχαλων θείων μου και των άξεστων παιδιών τους που είχαν φτάσει εικοσιπέντε χρονών και επιθυμούσαν διακοπές στη γιαγιά τους. Η όλη αυτή κατάσταση έδινε μια γερή κλοτσιά στην επιθυμία μου να περάσω χρόνο στο πατρικό της μητέρας μου. Άντε πάλι φωνές και αλαλαγμοί στο τηλέφωνο για να έρθουν να με μαζέψουν. Η γκρίνια μου ήταν ασυγκράτητη, νόμιζες πως είχα γεννηθεί μαζί της.

Τα παιδικά μου καλοκαίρια κύλησαν κάπως βάναυσα κι ευχόμουν με όλη την εσωτερική μου δύναμη να μεγαλώσω και να αποφασίζω εγώ ποιοι θα ήταν οι προορισμοί και οι συνταξιδιώτες μου. Σίγουρα δε θα ξαναεπισκεπτόμουν εκείνο το σπίτι στη Νίσυρο αλλά ούτε και τη γιαγιά μου. Της στοίχισε αυτό αλλά πάνω από όλα σημασία είχε η εσωτερική μου γαλήνη και ηρεμία. Το θέμα μου δε θα έλεγα ότι ήταν οι διακοπές ή ο υπόλοιπος κόσμος, ο οποίος βέβαια με ενοχλούσε σε βαθμό τέτοιο που ήθελα να ξεκοιλιάσω όλο μου το είναι και να αρχίζω να χαράζω τον λαιμό μου με τα νύχια της γάτας μου της Μίρκας, μοναδικής μου φίλης μιας και δεν έβγαζε ήχους κατά τη διάρκεια της νύχτας. Και με αυτή βέβαια οι σχέσεις κάπου στο λύκειο χάλασαν μιας και μεγάλωσε τόσο που σε μια επίσκεψη στον κτηνίατρο διεγνώσθη με βρογχώδη ίνωση και έβηχε σε συχνότητα φιλαρμονικής με μέλη παππούδες που βήχουν και φτύνουν δίχως αύριο.

Μετά την απογοήτευση μου από τη μοναδική μου φίλη, έψαξα συντροφιά σε φίλους από το πανεπιστήμιο που αποφασίσαμε να πάμε και τις πρώτες διακοπές μας σε κάμπινγκ. Δε θέλω να χρονοτριβώ θυμούμενη αυτό το ατυχές συμβάν αλλά πηγαίναμε στη Σίφνο, και φτάνοντας εκεί που θα κατασκηνώναμε ο υπεύθυνος του κάμπινγκ μας ενημέρωσε ότι οι θέσεις ήταν περιορισμένες λόγω υψηλής ζήτησης. Έτσι κουρασμένους και ταλαιπωρημένους που μας είδε, μας είπε ότι είχε την ιδανική θέση να μας παραχωρήσει και ότι υπήρχε αρκετός χώρος για όσες σκηνές είχαμε, προκειμένου να μη χωριστεί η παρέα. Όταν πήγαμε στο σημείο, είδαμε λίγες σκηνές, η μία μακριά από την άλλη, αλλά δεν πονηρευτήκαμε. Δεν πονηρεύτηκα ούτε καν εγώ που ήξερα ότι με βασάνιζε αυτή η αρρώστια της αϋπνίας. Πέσαμε να κοιμηθούμε κι ακούστηκε το πρώτο ροχαλητό από τις διπλανές σκηνές και μετά ξεκίνησαν όλες οι σκηνές να βγάζουν ήχους ροχαλητού τόσο ρυθμικούς που θα πίστευε κανείς ότι με τη διαμονή τους εκεί έκαναν και πρόβα. Ατέλειωτη μου φάνηκε αυτή η νύχτα. Πήγα προς τις τουαλέτες να ρίξω νερό στο πρόσωπο μου μπας και συνέλθω από τα νεύρα και είδα μια ταμπέλα που έδειχνε προς τα εκεί που μέναμε και με μεγάλα γράμματα ενημέρωνε τους κατασκηνωτές: ‘’ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΡΟΧΑΛΙΖΟΝΤΕΣ’’. Κάποιος μου έκανε πλάκα, δε γινόταν! Να μη σώσω να κοιμηθώ κανένα καλοκαίρι σαν άνθρωπος. Το επόμενο πρωί τα’ χα μαζέψει άρον άρον και είχα πάρει το πρώτο πλοίο για Αθήνα. Έλειπαν και οι γονείς, κοιμήθηκα τέλη Ιουλίου και ξύπνησα αρχές Σεπτέμβρη.

Δε θα με χαρακτήριζα ιδιόρρυθμη ή την ξενέρωτη της παρέας που όποτε μου έλεγε κάποια φίλη να μείνω σ’ εκείνη για να διαβάσουμε ή να δούμε ταινίες μέχρι τελικής πτώσης, πάντα το ακύρωνα. Πώς να τους έλεγα ότι ήταν ενοχλητικοί χωρίς να το γνωρίζουν; Χωρίς να κάνουν κάτι συνειδητά; Μπορούσα να τους κρατήσω μούτρα για κάτι που αγνοούσαν; Δε μπορούσα όμως να το αντέξω, ήθελα να κοιμάμαι, να ξεκουράζομαι, να βλέπω όνειρα, να μην είμαι με μαύρους κύκλους στις διαλέξεις, στα μπαράκια για ποτό με την παρέα αλλά και πώς θα έριχνα τον Γιάννη; Το πρώτο ερωτικό σκίρτημα από τη σχολή. Κάθε μέρα πήγαινα πρώτη για να καθίσω πλάι του στο μάθημα, που προσπαθούσα να τον γοητεύσω με την αθεράπευτη ομορφιά μου. Είχα που είχα μεγάλη μύτη, έπρεπε να έχω και μαύρους κύκλους; Κανείς δεν είχε σκεφτεί το δράμα μου! Δε θα υποταχθώ εγώ στις επιθυμίες σας. Ο καιρός πέρασε και τον Γιάννη τον γοήτευσα, αλλά και αυτός τι περίεργος που ήταν. Ήθελε κάθε φορά μετά το σεξ να κοιμόμαστε μαζί, να αγκαλιαζόμαστε και να ξυπνάμε μαζί. Ναι, άλλο καημό δεν είχα Γιάννη μου. Έφυγα ένα βράδυ από το σπίτι του στην πλατεία Αυδή και δεν τον ξαναείδα. Στα πρωινά μαθήματα δεν ξαναπήγα, σιγά που θα έδινα και εξηγήσεις.

Ο καιρός περνούσε, άντρες έμπαιναν και έβγαιναν από τη ζωή μου. Ή μάλλον εγώ έβγαινα γιατί έστω και το παραμικρό ίχνος ανάσας στο αυτί μου μετά τη μία τα μεσάνυχτα με έκανε να αισθάνομαι εγκλωβισμένη σε ένα κρεβάτι όπου κι εν τέλει ποιος ήταν ο σκοπός; Ναι, και το σεξ αλλά κυρίως ο ύπνος. Το διαρκές ερώτημά μου ήταν τι είχα κάνει και σε τι βαθμό είχα φταίξει που όλοι οι άντρες ερχόντουσαν λες κι ήταν βαλτοί από μια ανώτερη δύναμη. Αισθανόμουν λες και με τυραννούσε για όλες τις υστερίες που είχαν υποστεί οι γονείς μου απλά και μόνο για να απολαμβάνω εγώ δέκα ώρες ανενόχλητου καλοκαιρινού ύπνου. Και θα μιλήσω μονάχα για τον βραδινό, δε θέλω καν να σχολιάσω τις μεσημεριανές σιέστες με τους γείτονες που έτρωγαν μέχρι τις τέσσερις και μάλλον στο λεξιλόγιο και στον ορίζοντά τους δεν υπήρχε η φράση «ώρες κοινής ησυχίας».

Είχα αποφασίσει ότι δε θα απομακρυνθώ από το αντρικό φύλο αλλά δε θα έρθω κοντά και σε βαθμό που θα με προσκαλούσαν να περάσουμε το βράδυ παρέα. Προκειμένου να μην αποκτήσουν αυτή την οικειότητα, προωθούσα την εικόνα της αδιάφορης και της ξινής που δεν είχα κάποιο καημό να κοιμηθώ μαζί τους. Μετά, η τακτική μου άλλαξε, έμπαινα σε μία συνθήκη με τους δικούς μου όρους έτσι ώστε να μη νομίζουν ότι αποσκοπούσα στην σεξουαλική τους εκμετάλλευση. Απλά δε θα μοιραζόμασταν το ίδιο κρεβάτι κατά τη διάρκεια του ύπνου. Το κακό είναι ότι κάποιοι θεωρούσαν πως θα άλλαζε η στάση μου στη πορεία της όποιας σχέσης είχε δημιουργηθεί και μιμούνταν τη δική μου συμπεριφορά αλλά αποδεικνύονταν πιο αγκαλίτσες κι απ’ τον αρκούδο μου τον Μπαρτ. Όλοι κέρδιζαν με μεγάλη ευκολία το πρώτο βραβείο κρεβατομουρμούρας. Αναζητούσαν τον βαθύτερο λόγο για τον οποίο δεν ήθελα να κοιμάμαι μαζί τους, όλοι το έπαιζαν ψυχολόγοι και το έριχναν στα παιδικά μου χρόνια απαντώντας σε βλακώδη ερωτήματα για το τι βάρβαρο μου είχε συμβεί και σιχαινόμουν τόσο τους άντρες. Απλώς δεν αντέχω αυτό το ροχαλητό. Είναι πιο απλό από εκεί που το έψαχναν, πίστευαν πως θα ανακάλυπταν την διέξοδο στον λαβύρινθο του ψυχισμού μου. Τσάμπα κόπος!

Κεντρικό θέμα στις παρέες που βγαίναμε ήταν πόσο θελκτική είμαι και το πόσο εύκολα είχα όποιον ήθελα γιατί –κακά τα ψέματα– το μυστήριο μας τραβάει τόσο όσο και τη μέλισσα το μέλι. Εμένα με απωθούσε σε ύψιστο βαθμό γιατί μόνο στη σκέψη ότι κάποιος δρούσε με γνώμονα κάτι τόσο αστείο και υποτυπώδους σημασίας όπως για εμένα το ροχαλητό, με έβαζε σε σκέψεις για το πόσο περίεργοι μπορούμε να γίνουμε οι άνθρωποι.

Το περιπετειώδες αυτό διάστημα της ζωής μου σταμάτησε όταν βαρέθηκα να πηγαινόερχομαι από εδώ και από εκεί και αποφάσισα να μείνω μόνη μου. Η ζωή όμως όταν κάνουμε σχέδια γελάει και βρέθηκε ένα παιδί το οποίο εκ πρώτης όψεως δε μου γέμιζε το μάτι. Ήταν όμως ο πιο ωραίος γιατί δεν προσπαθούσε να κάνει τίποτα. Με αυτά και με εκείνα κάπως τον ερωτεύτηκα και κάθε πότε που περνούσαμε μαζί το βράδυ ήθελα να κοιμάμαι μαζί του. Το τεστ όμως έπρεπε να γίνει και σε εκείνον για να δούμε εάν αυτός ο έρωτας θα μετατρεπόταν σε εφιάλτη. Το πρώτο βράδυ που με κάλεσε να κοιμηθώ μαζί του, έμεινα άυπνη παρατηρώντας πόσο άστατο ύπνο δεν έκανε και ότι δεν έβγαζε τον παραμικρό ήχο, ήταν όσο αθόρυβος όσο και η Μίρκα πριν αρρωστήσει. Μα ναι, ήταν ο ιδανικός!

Οι μέρες περνούσαν και ήμουν τόσο ερωτευμένη μαζί του που δεν ήθελα να βλέπω κανέναν άλλον παρά μόνο αυτόν, να μου μιλάει για τα όσα κάνει και τα όσα σχεδιάζει, για τα όνειρά του. Κοιμόμασταν κάθε βράδυ μαζί, οριακά συγκατοικούσαμε. Του άφηνα και λίγο χώρο για να μη με λέει πιεστική. Άλλωστε τα κατάλοιπα της αδιάφορης είχαν μείνει χαραγμένα στο μυαλό μου και κατά κάποιο τρόπο συνέχιζα να δρω έτσι. Όλα έβαιναν φυσιολογικά, τίποτα δε φαινόταν ότι μπορούσε να χαλάσει αυτό το αίσθημα κατανόησης που υπήρχε μεταξύ μας μέχρι τα πρώτα μου γενέθλια. Είχαν περάσει εφτά μήνες μέχρι εκείνο το πρωινό, περάσαμε τη μέρα στην κουζίνα, πίνοντας καφέ, ετοιμάζοντας μεσημεριανό και συζητώντας για την ανθρώπινη αποξένωση με αναφορές στον Τζάρμους και τον Μπύχνερ.

Ο τρόπος που δρούσαμε φαινόταν σαν να γνωριζόμαστε σε βαθμό τέτοιο που ο ένας μπορούσε να προβλέψει την επόμενη κίνηση του άλλου, ή έτσι πίστευα εγώ ή έτσι γινόταν μέχρι εκείνη τη μέρα τουλάχιστον. Όταν αποφάσισε να μου δώσει το δώρο μου, έγραψε εκείνη τη στιγμή πάνω στο κόκκινο περιτύλιγμα με μαρκαδόρο μια αφιέρωση που θεώρησε ότι θα με συγκινούσε, μόνο που εμένα με έβγαλε έξω από τα ρούχα μου. Όσο διάβαζα τις λέξεις, αισθανόμουν το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι χωρίς να έχει την παραμικρή διάθεση να ξανακατέβει, ακόμα και η πίεση μου έφτασε στον Θεό, παρ’ ότι υποτασική. «Χρόνια πολλά στο πιο γλυκό γυναικείο ροχαλητό που με νανουρίζει κάθε βράδυ». Είχε όρεξη για τσακωμό, δεν εξηγούνταν αλλιώς αυτή η παραφροσύνη. Αισθάνθηκα αυτό το λεπτό μέχρι τη συνειδητοποίηση, να διαρκεί έναν αιώνα και ένα τέταρτο εσωτερικού βουητού και έντασης. Ύστερα από λίγο, φόντο ήταν η κουζίνα κατεστραμμένη σε βαθμό τέτοιο που θύμιζε δωμάτιο από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης.

Ροχάλιζα και εγώ! Ή μόνο εγώ; Και απλά μέσα στον ύπνο μου άκουγα το δικό μου ροχαλητό και προσπαθούσα να κατηγορήσω όλους τους άλλους γύρω μου και πρώτα από όλα τους μικρούς φίλους παραθεριστές στο νησί των παιδικών μου αναμνήσεων. Προκειμένου να μην αποκαλύψω την ανησυχία των πνευμόνων μου, των ενοχλημένων σωθικών καθώς και την ύπαρξη πρησμένων κογχών στη μύτη μου, μπορούσα με μεγάλη ευκολία να ρίχνω το φταίξιμο σε οποιαδήποτε ύπαρξη γύρω μου. Τελικά, ποιος γνώριζε τι αποτελεί ντοκουμέντο και τι θα μπορούσε να υπονομεύσει την αξία του;

 

ε.β.

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Το γράμμα

  Ένας γιος αποφασισμένος να στρώσει τη ζωή του. Δυο...

Το καλοκαίρι ο χρόνος

Το καλοκαίρι ο χρόνος παραλύει Οι νόμοι της φυσικής ακυρώνονται Δεν...

Deadplanes: Η απεργία των ιπτάμενων

Ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας Κάθε λίγο ξεσηκώνονται παραλύουν τ’ αεροδρόμια της χώρας Άφτερες...

Δύο ποιήματα του Πι Ταφ

Ενηλικίωση   Αυτό το φθινόπωρο μοιάζει ως τώρα με...