2012. Ιούλιος – μάλλον. Εξάρχεια. Ανηφόριζα τη Θεμιστοκλέους κι αναρωτιόμουν με μια μετεφηβική αφέλεια και υπερβολική δόση πανελληνιακής εξάντλησης γιατί την έλεγαν έτσι αυτή την οδό. Σκεφτόμουν αν ο Θεμιστοκλής ήταν στα κείμενα της τρίτης λυκείου. Αλλά δε με ένοιαζε καθόλου. Ντράπηκα που τα είχα τόσο φρέσκα και δε θυμόμουν τίποτα. Αλλά μετά πάλι συνειδητοποίησα ότι δε με ένοιαζε, και κάθε αίσθημα ντροπής αποβλήθηκε μονομιάς. Σκεφτόμουν μόνο τα βασικά. Ότι είχε, δηλαδή, ζέστη κι ότι θα έδινα τα πάντα για μια βουτιά στη θάλασσα. Μέσα στην αποπνικτική ζέστη αναρωτήθηκα αν ο Θεμιστοκλής στα διαλείμματα από τις ναυμαχίες έκανε καμιά βουτιά στη θάλασσα και αν η Σαλαμίνα έχει καθαρά νερά.
Όταν διασταυρώθηκα με την Καλλιδρομίου, σήκωσα αργά το κεφάλι μου, φυσώντας τα κόκαλα της κλείδας μου, σε μια μάταιη προσπάθεια να δροσιστώ και να με επιβραβεύσω για την κατάκτηση της ανηφόρας. Σηκώνοντας το κεφάλι μου ψηλά είδα το πιο ωραίο σπίτι στον κόσμο. Με τον πιο ωραίο άντρα στον κόσμο να βγάζει την μπλούζα του. Να ανάβει ένα φως που τον φώτισε με τέτοιο τρόπο που προστέθηκαν ακόμα 40 βαθμοί στους 40 που είχε ήδη. Φύσηξε τα κόκαλα της κλείδας του, σε μια μάταιη προσπάθεια να δροσιστεί, κι εγώ, μες στη μέση του δρόμου, χαμογέλασα τόσο πλατιά που ήταν λες και ο Έρωτας και ο Ίμερος, οι φτερωτοί ακόλουθοι της Αφροδίτης, είχαν ρίξει από ένα αγκίστρι στα λακκάκια μου και τραβούσαν το στόμα μου δεξιά κι αριστερά για να με περιπαίξουν που κοιτούσα τόσο αποβλακωμένη τον πιο όμορφο άνθρωπο στον κόσμο.
Αν είχε γραφτεί το «Groupielove» της Λάνα ντελ Ρέι, θα ήταν σίγουρα το soundtrack αυτής της σκηνής.
Ενώ οι φτερωτοί θεοί μεγάλωναν το χαμόγελό μου, το στομάχι μου σφίχτηκε, οι κόρες των ματιών μου μεγάλωναν και έβλεπα μπροστά μου εμένα κι εκείνον διακοπές στην Αμοργό, άκουγα πνιχτά γέλια πίσω από μια λευκή κεντητή παραδοσιακή Αμοργιανή κουρτίνα κάποια στιγμή το μεσημέρι, γευόμουν μπύρες και τσιγάρα και μπύρες και ίσως κρουασάν μόλτο για πρωινό, και μύριζα τη μυρωδιά των τάστων της κιθάρας του στα δάχτυλά μου, που έμπλεκε με το αλάτι που ξέραινε τα χείλια μου.
Και μετά από όλα αυτά μου κόπηκαν τα πόδια και είπα «Ναι! Έτσι είναι ο έρωτας», έως ότου άκουσα ένα «Φύγε απ’ το δρόμο μωρή μαλακισμένη», κι ένα μηχανάκι με έναν οργισμένο έφηβο να έρχεται κατά πάνω μου. Και μετά όλα σκοτείνιασαν κι έγιναν θολά. Κι η Αμοργός ξανάγινε Αθήνα.
Ξανάνοιξα τα μάτια μου, δίνοντας εντολή στον εγκέφαλό μου να σταματήσει να βλέπει θολά. Αλλά δε μ’ άκουσε. Ώσπου είδα από πάνω μου κατατρομαγμένο, εκτός από τον οργισμένο έφηβο, τον πιο όμορφο άντρα του κόσμου να μου δίνει ελαφρά χαστούκια και συνάμα να βρίζει το νεαρό που, παρεμπιπτόντως, του ’χε κοπεί ο τσαμπουκάς. Κι εγώ να λέω από μέσα μου «Ναι! Πες του τα, πήγε να με σκοτώσει και δε θα γνωριζόμασταν ποτέ, αγάπη μου» και απ’ έξω μου «δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα, αρκεί να μη χάσουμε το πρωινό πλοίο για Αμοργό». Εκεί σάστισαν και οι δύο. Κι όμορφος κι ο οργισμένος. Με ρωτούσαν αν είμαι απ’ την Αμοργό κι αν πρέπει να ειδοποιήσουμε κάποιον. Κι εγώ ένιωσα ότι όλα ήταν τόσο περίπλοκα για να τα εξηγήσω, κι έτσι λιποθύμησα.
Ξανάνοιξα τα μάτια μου σε ένα ιατρείο με ένα γιατρό να πηγαινοφέρνει ένα φως αριστερά και δεξιά κι αριστερά και δεξιά.
«Μην ανησυχείτε! Όλα είναι καλά. Απλά… κάτι μου είπαν οι νεαροί που σας έφεραν για ένα ταξίδι στην Αμοργό; Δυστυχώς δε γίνεται να πάτε γιατί πάθατε διάσειση και θα σας κάνουμε εισαγωγή προληπτικά. Τι ασφάλιση έχετε;»
Στην Αμοργό δεν έχω πάει ακόμη και στις Κυκλάδες πρωτοπήγα το 2019, στην Τήνο.
ziggyerie