Να σε ρωτήσω κάτι – Κωνσταντίνος Πουλής

Να σε ρωτήσω κάτι – Κωνσταντίνος Πουλής

♦ Ένα ποίημα κλεισμένο σε ένα συρτάρι, ένα τραγούδι που δεν ακούστηκε ποτέ, ένας πίνακας φυλαγμένος σε μια σοφίτα. Αποτελούν έργα τέχνης; Πώς αντιλαμβάνεσαι τη σχέση δημιουργού και κοινού;

Σκεφτόμαστε όλοι το παράδειγμα του Κάφκα, αλλά το να φτιάχνει κανείς ένα έργο για να το κρύψει είναι ένα παράδοξο, παραφωνία ή ατύχημα. Τα έργα υπάρχουν για χάρη του κοινού, αλλιώς θα ήμασταν μόνο αναγνώστες ή θα καλλιεργούσαμε τον κήπο μας.

♦ Αν θεωρήσουμε πως η διαχρονικότητα ενός καλλιτεχνικού έργου είναι από τα βασικότερα χαρακτηριστικά που το καθιστούν σημαντικό, πόσο πιστεύεις ότι αποτελεί όντως στόχο των σύγχρονων δημιουργών;

Ο καθένας νομίζω θα ήθελε να φτιάξει ένα έργο που να είναι «κτήμα ες αεί». Ακόμα και ο καλλιτέχνης που φτιάχνει γλυπτά από πάγο, προορισμένα να λιώσουν. Εις ό,τι με αφορά, η αδιαφορία για το μέλλον των έργων μας μου φαίνεται αντιπνευματική πόζα. Το λέω ωστόσο με την επιφύλαξη ότι δεν είμαι καθόλου αρμόδιος για να καταγράψω το κλίμα που επικρατεί στους σύγχρονους δημιουργούς και ότι πρωτίστως προσπαθώ να εξηγήσω τι σκέφτομαι.

♦ Νιώθεις πως η παράδοση συνήθως βαραίνει ή ωθεί την έκφραση; Σκέφτεσαι πως το έργο οφείλει να υπηρετεί το παρελθόν ή να το ξεπερνάει;

Περάσαμε περίπου έναν αιώνα επίμονης εναντίωσης στην καταδυνάστευση του παρόντος από το παρελθόν. Τώρα πια κανείς δεν νιώθει δεσμευμένος από την παράδοση, από θεσπισμένες νόρμες και ισχυρούς προγόνους, οπότε θα έλεγα με σιγουριά ότι δεν βαραίνει. Περισσότερο λοιπόν θα θεωρούσα χρέος του σημερινού καλλιτέχνη να μορφωθεί. Να μάθει την τέχνη του και την τέχνη των προκατόχων του, όχι για να τους υπηρετήσει, αλλά απλώς γιατί είναι αδύνατο να μάθουμε τι κάνει ένα μολύβι και μία κιθάρα αν δεν δούμε έναν ικανό ποιητή και έναν ικανό μουσικό εν δράσει.

♦ Θεωρείς πως η διαδικασία της ερμηνείας και ανάλυσης ενός καλλιτεχνικού έργου αφαιρεί κάτι από το συναίσθημα που προκύπτει κατά την πρώτη επαφή μας με αυτό;

Σε αυτό είμαι μάλλον εμπαθής. Νομίζω ότι η εχθρότητα προς την κριτική, και τσιτάτα σαν αυτά για τον «ευνούχο του χαρεμιού», τον κριτικό ως παράσιτο της δημιουργίας κλπ οφείλονται σε ελλιπή παιδεία. Όλοι οι δημιουργοί είναι και κριτικοί του εαυτού τους. Δεν είμαστε παιδιά, η δημιουργία είναι και συνειδητή διαδικασία. Νομίζω ότι είναι οργανικό κομμάτι και της γραφής και της ανάγνωσης η ανάλυση, δεν την υποτιμώ καθόλου. Το συναίσθημα δεν είναι το αντίθετο του μυαλού  – με το μυαλό αισθανόμαστε. Ακόμη και το δέρμα σκέφτεται. Ανατριχιάζουμε στο άγγιγμα αγαπημένης, όχι στο άγγιγμα απαλού χεριού.

♦ Μία από τις πιο έντονες ανάγκες του δημιουργού είναι το να καταφέρει να μιλήσει για την εποχή του. Πόσο εύκολο ή δύσκολο πιστεύεις ότι είναι αυτό από τη στιγμή που ο ίδιος αποτελεί μέρος αυτής;

Δεν το θεωρώ πρόβλημα. Ας το ονομάσουμε «συμμετοχική παρατήρηση», όπως θα έλεγαν οι ανθρωπολόγοι. Δεν πρόκειται για αυτό που περιέγραφε ο Τσέχοφ, για την ψυχρότητα του ανατόμου. Παρατηρούμε τον κόσμο μαθαίνοντας και τον εαυτό μας.

♦ Ο Όσκαρ Ουάιλντ σημειώνει στο κείμενο για τις αισθητικές του απόψεις, όπως δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη Δεκαπενθήμερη Επιθεώρηση το 1891: «Είναι ο θεατής, κι όχι η ζωή, αυτό που αντικαθρεφτίζει στην πραγματικότητα η τέχνη». Μπορεί τελικά ένα έργο να μιλήσει για την κοινωνική πραγματικότητα του εκάστοτε σήμερα, αν θεωρήσουμε ότι η παραπάνω θέση ισχύει;

Είναι προέκταση της προηγούμενης απάντησης. Ναι, μπορεί, αρκεί να μη θέτουμε στόχους επιστημονικούς. Ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν καθ’ έξιν παραδοξολόγος, αρκετά ώστε να υπηρετήσει το δόγμα της “τέχνης για την τέχνη” και μετά να καταλήξει να γράφει μανιφέστα για τα δικαιώματα των φυλακισμένων, παρεμπιπτόντως με θετικά αποτελέσματα.

♦ «Τι είναι λοιπόν η αλήθεια;» διερωτάται ο Νίτσε, για να απαντήσει ο ίδιος στη συνέχεια, «οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις των οποίων έχουμε ξεχάσει τη φύση». Αν έχει δίκιο, πώς μπορεί ένας άνθρωπος των ημερών μας να αρθρώσει πολιτικό λόγο με λέξεις που έχουν φθαρεί αναπότρεπτα;

Ο σκεπτικισμός είναι μάλλον ανώδυνος στο επίπεδο του «άλλοι αγαπούν μελαχρινές κι άλλοι αγαπούν ξανθούλες», αλλά είναι πιο δυσκατάποτος όταν αφορά το αν συνέβη το Ολοκαύτωμα. Πιστεύω ότι πρόκειται για ισορροπία τρόμου, αλλά δεν θα προσυπέγραφα μια στάση οριστικής παραίτησης απέναντι στο αίτημα της αλήθειας.

Για τις φθαρμένες λέξεις υπάρχει μία απλή λύση, που ακολούθησε ο Κωστής Παπαγιώργης όταν έγραψε το Ζώντες και τεθνεώτες: «Δεν χρησιμοποιούμε ούτε μία έκφραση που έχει φάει τα ψωμιά της». Στην υποψία ότι σκοντάφτουμε σε κλισέ απλώς αλλάζουμε δρόμο και αρθρώνουμε με ό,τι μέσο διαθέτουμε έναν λόγο που να μην αδιαφορεί για την αδικία, χωρίς να ανησυχούμε για την υποκρισία. Η ψευδολογία είναι ίδιον των επαγγελματιών της πολιτικής. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να εμποδίσει την έκφραση των υπολοίπων. Όταν υπάρχει αναβρασμός, η πολιτική επινοεί και τη γλώσσα που θα τον περιγράψει. Το πρόβλημά μας δεν είναι γλωσσικό αυτή τη στιγμή, κατά την εκτίμησή μου. Ζούμε σε ένα πολιτικό τέλμα. Η γλωσσική αφασία είναι σύμπτωμα αυτής της ακινησίας.

Ευχαριστούμε πολύ τον Κωνσταντίνο Πουλή για τον χρόνο του. Ανυπομονούμε να πιάσουμε στα χέρια μας το καινούργιο του βιβλίο «Το αλέτρι και το smartphone. Συζητήσεις με τον πατέρα μου», που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις Εκδόσεις Μελάνι.