♦ Ένα ποίημα κλεισμένο σε ένα συρτάρι, ένα τραγούδι που δεν ακούστηκε ποτέ, ένας πίνακας φυλαγμένος σε μια σοφίτα. Αποτελούν έργα τέχνης; Πώς αντιλαμβάνεσαι τη σχέση δημιουργού και κοινού;
Νομίζω πως αποτελούν. Η τέχνη απαιτεί τη δημιουργία, όχι την ανταπόδοση ή την αναγνώριση. Όμως, θεωρώ ότι μεγάλο μέρος της σημασίας της δημιουργίας –καλύτερα να χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο, αντί για την τέχνη, γιατί μετά πρέπει να καταπιαστούμε και με άλλους ορισμούς– είναι η επικοινωνία της, ο διάλογος που για να γίνει χρειάζεται και τον δέκτη, όχι μόνο τον πομπό. Σίγουρα η δημιουργία ξεκινά από βαθειά προσωπική ανάγκη έκφρασης, αλλά η συγκίνηση και ο προβληματισμός μόνο όμορφο είναι αν εξαπλώνονται και ακουμπούν κι άλλους. Διάβαζα κάτι γράμματα που είχε στείλει ο Sam Shepard στον φίλο του J. Dark, στον οποίο εμπιστευόταν κάποια από τα γραπτά του, αλλά δεν ήθελε ή επιθυμούσε να τα εκδώσει. Νομίζω αξίζει να επισυνάψω το απόσπασμα, χωρίς κοπτοραπτική
Somebody — I think it was Yeats said that: “writing is the social act of a solitary man.” & I believe that’s very true. There’s a need to get something across & I think you’re made of exactly that same stuff that wants to move something through words across to other people. So, no more talk about writing diaries so your grandchildren will have something to pass the time away when you’re long gone. You don’t have any grandchildren anyway so who are you kidding?
♦ Αν θεωρήσουμε πως η διαχρονικότητα ενός καλλιτεχνικού έργου είναι από τα βασικότερα χαρακτηριστικά που το καθιστούν σημαντικό, πόσο πιστεύεις ότι αποτελεί όντως στόχο των σύγχρονων δημιουργών;
Δεν ξέρω να σου πω σε τι βαθμό – νομίζω για αυτό χρειάζεσαι κάποια συγκεντρωτική έρευνα, για να καταλήξεις σε ασφαλές συμπέρασμα. Δηλαδή μπορώ να σου πω «πολύ» ή «λίγο», αλλά δεν είναι ασφαλές. Μπορώ να μόνο να σου πω προσωπικά, για εμένα, ότι δεν νιώθω καθόλου την ανάγκη κάτι που να γράψω να είναι διαχρονικό, ούτε το σκέφτομαι. Δεν αμφισβητώ ότι η διαχρονικότητα είναι κριτήριο σημαντικότητας ενός έργου –ασφαλώς και είναι– απλά για μένα δεν είναι το σημαντικότερο. Το μόνο που επιθυμώ είναι η συγκίνηση και ο προβληματισμός σε ζητήματα σημερινά από σημερινούς ανθρώπους.
♦ Νιώθεις πως η παράδοση συνήθως βαραίνει ή ωθεί την έκφραση; Σκέφτεσαι πως το έργο οφείλει να υπηρετεί το παρελθόν ή να το ξεπερνάει;
Νομίζω δεν το βαραίνει, το βοηθά να πατήσει, του δίνει ένα σκαλοπάτι, ένα σημείο εκκίνησης, έτσι το αντιλαμβάνομαι. Αν η έκφραση και η τέχνη είναι μια αλυσίδα και αν το κάθε ρεύμα επηρεάζεται από το προηγούμενο (είτε έρχοντας σε σύγκρουση μαζί του είτε ακολουθώντας τη μεθοδολογία του) αυτό σημαίνει πως το επόμενο έχει ανάγκη το προηγούμενο, έχει ανάγκη τον διάλογο. Να το υπηρετεί, θα έλεγα όχι, δεν πρέπει να το υπηρετεί, γιατί μου φαίνεται πως αυτό αποπνέει μια στασιμότητα. Αλλά, πέρα από αυτό, νομίζω πως δεν πρέπει ούτε να το υπηρετεί, ούτε να το υπερβαίνει. Το χρειάζεται για να υπάρξει, αλλά δεν ξέρω μετά αν η αναμέτρηση και η σύγκριση είναι ωφέλιμη.
♦ Θεωρείς πως η διαδικασία της ερμηνείας και ανάλυσης ενός καλλιτεχνικού έργου αφαιρεί κάτι από το συναίσθημα που προκύπτει κατά την πρώτη επαφή μας με αυτό;
Νομίζω πως δεν αφαιρεί, αλλά ούτε προσθέτει στο αρχικό συναίσθημα. Η μετέπειτα ερμηνεία και ανάλυση μπορεί να εμβαθύνει και να αποκωδικοποιήσει πλήρως το έργο, αφού το ψηλαφίζει περισσότερο, αλλά δεν αλλάζει την πρωταρχική αίσθηση, που κι αυτή ήδη έχει ανταποκριθεί μ’ ένα συναίσθημα σε αυτό που καταναλώνει, απλά ακόμη ίσως δεν έχει προλάβει να το μεταφράσει σε λέξεις, δεν έχει προλάβει να το μεταβολίσει πλήρως, όμως έχει αισθανθεί κι αυτό είναι το πιο σημαντικό.
♦ Μία από τις πιο έντονες ανάγκες του δημιουργού είναι το να καταφέρει να μιλήσει για την εποχή του. Πόσο εύκολο ή δύσκολο πιστεύεις ότι είναι αυτό από τη στιγμή που ο ίδιος αποτελεί μέρος αυτής;
Το δύσκολο σε αυτή την περίπτωση είναι να μπορείς να κοιτάξεις από διαφορετικές πλευρές, να σταθείς κάπως ισότιμος απέναντι στο ζήτημα που πραγματεύεσαι και αντίστοιχα να έχεις τη νηφαλιότητα που δίνει η αποστασιοποίηση, εφόσον κι εσύ είσαι παιδί της εποχής σου. Από την άλλη έχει αρκετά πλεονεκτήματα και ευκολίες, ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Ξέρεις τους ανθρώπους για τους οποίους γράφεις, αφού τους συναντάς μέσα στη μέρα σου. Αντλείς ή ήδη έχεις συσσωρεύσει υλικό. Ξέρεις ή παρατηρείς πώς μιλάνε, πώς ντύνονται, πώς επικοινωνούν. Απλά η υποκειμενικότητα, μάλλον, είναι αναπόφευκτη.
♦ Ποιες είναι οι κυριότερες δυσκολίες που συναντάει ένας νέος συγγραφέας και με ποιους τρόπους προσπαθεί να τις αντιμετωπίσει;
Φαντάζομαι πως η έλλειψη εμπειριών και ίσως αναγνωσμάτων αποτελεί μια δυσκολία που μόνο με τον χρόνο υπερβαίνεται. Τα δυο αυτά στοιχεία είναι εξαιρετικά σημαντικά, αφού από αυτά τα δυο αντλείς. Η φαντασία είναι απαραίτητη, αλλά συμπληρωματική. Επίσης, πιο «πρακτικά» είναι η αναζήτηση του ύφους του. Στην αρχή απλά μιμείσαι πράγματα που έχεις διαβάσει και σου αρέσουν. Χρειάζεται επίσης χρόνος μέχρι αυτά να αφομοιωθούν, να γίνουν κτήμα σου και να μετατραπούν σε ύφος πηγαίο και συνεκτικό.
♦ Ένα από τα υφολογικά στοιχεία που αντιλαμβάνεται κανείς διαβάζοντας το Patriot, το πρώτο σου βιβλίο, είναι η κινηματογραφικότητα της αφήγησης: ιδιαίτερη έμφαση στους διαλόγους και στην οπτικοποίηση σκηνών, καδραρισμένες εικόνες, χωροχρονικά πηγαινέλα (φλας μπακ), πολλές ανατροπές στη διάρκεια της αφήγησης. Με δεδομένο ότι οι σπουδές σου, όπως διαβάζουμε, είναι πάνω στον κινηματογράφο και τη σκηνοθεσία, θα θέλαμε να μάθουμε πώς βιώνεις τη σχέση κινηματογράφου και λογοτεχνίας. Προσπαθείς να εντάξεις τεχνικές του σινεμά στη λογοτεχνική αφήγηση ή αντιλαμβάνεσαι τις δύο τέχνες ως απολύτως ανεξάρτητες;
Συνειδητά δεν προσπαθώ να εντάξω τεχνικές του σινεμά στη λογοτεχνική αφήγηση, συνέβη ασυναίσθητα. Νομίζω πως η τεχνική της αφήγησης μπορεί να διαφοροποιείται στο αποτέλεσμα, όταν μεταφράζεται σε εικόνα ή όταν μεταφράζεται σε λόγο, όμως οι αρχές και οι βασικοί της κανόνες, όσον αφορά το κλασικότροπο μοντέλο αφήγησης, είναι σταθεροί και ευκρινείς. Εννοώ πως, επαναλαμβάνω, αν αφηγείσαι κλασικότροπα, και στο σινεμά και στη λογοτεχνία, μία ιστορία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, αντικρουόμενα «θέλω», κύριους και συμπληρωματικούς χαρακτήρες, κλπ. Αν θέλεις να έχει και ενδιαφέρον πρέπει να έχει και αρκετά ακόμη, αλλά δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Εν ολίγοις, σινεμά και λογοτεχνία σαφώς και έχουν διαφορές, αλλά αν κοιτάξουμε προσεκτικά την αφήγηση σε μια ταινία και ένα βιβλίο που μας αρέσει, θα βρούμε πολλές ομοιότητες.
*Ο Μιχάλης Μαλανδράκης γεννήθηκε το 1996 στα Χανιά. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Λυκούργου Σταυράκου. Η νουβέλλα “Patriot” είναι το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο και κυκλοφορεί από τον Οκτώβριο του 2019 με τη φροντίδα των εκδόσεων Πόλις.