1)
… Κι εγένετο φως, αιφνίδια λάμψις που αναζωογόνησε το κουρασμένο σύμπαν.
Mε μάτια υγρά κούρδισε το πρωινό του όργανο, χαμογέλασε κρυφά στον εξεγερμένο ήλιο.
—Έι , κάτι σπαρταράει παχύ , ολοζώντανο, στιλπνό . Κάτι ξεχείλισε, είναι το φως σου ήλιε;
Μα ‘κείνος ανταπέδωσε σιωπή, αναλγησίας τέκνο, δεν έμαθε ποτέ του να μιλά.
—Δεν ήξερες πώς να γλιτώσεις, πώς να επισπεύσεις το θνητό, σποδός από πνεύμα και σάρκα, αυτό είσαι.
Μα πώς ν` αδράξει ο ήλιος τις ακτίνες του, αδιαφορεί, δεν εξηγεί, απλά είναι.
—Φαίνεσαι ήρεμος, τρομακτικός, ζωογόνος σαν το τέλμα, μίλα μου σε παρακαλώ, πες μου πως πάλι δεν θα φύγεις.
Μα ‘κείνος δεν είχε πάει πουθενά, οι άλλοι δεν εμπόρεσαν να ιδούν το φως του.
– Ασθμαίνω, διασκορπίζομαι, συγχώρα με για την ασκήμια μου, την ερωτεύτηκα. Λησμόνησα το θέρος σου, έπλεξα νόθες θρυαλλίδες, άγονος βήχας σκιρτάει στα σωθικά μου.
Μα πού φωλιάζει ο σπόρος του κακού, θρέφονται μ` αίμα οι μπαξέδες, τι δεν χωράει στην αγκάλη του, γιατί ξερνά τα θέλγητρά του, ποια ίαση διαπομπεύει, ποιον τρόμο έστεψε με δάφνες;
2)
Και ειν’ αλήθεια, βαρύτιμη αλήθεια, σαν διαλείπον εκκρεμές αναγκασμένη να ταλαντώνει τους ιστούς σου, σαν σπάθη ανθισμένη να χαϊδεύει το καβούκι σου, είναι αλήθεια πως την ασκήμια πρώτα στα εντός ανακαλύπτεις. Εκεί το γάλα εκχέεται των φόβων, εκεί η σειρήνα σου μιλά και σε προστάζει «Βύζαξε!» σου αντιμιλεί «Βύζαξε, μα μη με πιάνεις», κι έτσι άπιαστος που μένει ο φόβος, ανεστραμμένος λιποτάκτης, πομπός βοής σπαρακτικής, εδραιώνει τη συνήθεια, την κάθε συνήθεια, τη συνήθεια της επιβίωσης.
Και να που σύμπαν συμπαγές μία άυλη ψευδαίσθηση μέλπει, μόνο για κείνη συγχωρεί, γεννά αφού ξεροσταλιάζει, τέκνα ασθενικά, υιούς υιούς, κόρες, κόρες κενές, θροϊσμένες. Φιλομειδής, νωχελικός ο ήλιος να αφουγκράζεται την άηχη πνοή, την ξόστρατη αυτή πορεία του σύμπαντος. Διδασκαλία δεν βρήκε καλύτερη να δώσει από την παρουσία του. Δεν είναι ανάγκη, ούτε αποκούμπι ασελγημένου νυχτικού, ούτε ελάχιστος εαυτός εν μέσω αλλοτρίωσης . Είναι αλήθεια, βαρύτιμη αλήθεια, και ειν` αλήθεια, πως τη φλόγα και τη ζεστασιά, πρώτα στα εντός σου ανακαλύπτεις.
– Επίτρεψε μου ήλιε , άμα δεν αποκρίνεσαι, ξέρω μνηστήρες δορυφόρους φλογερούς. Ένα άγγιγμα μου αρκεί για να μεγαλουργήσουν με ένα νεύμα μου λίτρα σπέρματος θα ξοδευτούν. Ηδυπαθείς οι παφλασμοί των καλεσμάτων τους, ορμή που αναστηλώνει την υδροχώρα Ατλαντίδα, που κήπους κρεμαστούς γεννοβολά στη Βαβυλώνα και τον Παράδεισο ακόμη επαναφέρει, με, ή δίχως εύνοια θεού.
Φωκάς .