… Και εγένετο φως, αιφνίδια λάμψις που αναζωογόνησε το κουρασμένο σύμπαν.
Mε μάτια υγρά κούρδισε το πρωινό του όργανο , χαμογέλασε κρυφά στον εξεγερμένο ήλιο.
– Ει , κάτι σπαρταράει παχύ , ολοζώντανο, στιλπνό . Κάτι ξεχείλισε, είναι το φως σου ήλιε ?
Μα κείνος ανταπέδωσε σιωπή, αναλγησίας τέκνον, δεν έμαθε ποτέ του να μιλά.
– Δεν ήξερες πώς να γλιτώσεις, πώς να επισπεύσεις το θνητό, σποδός από πνεύμα και σάρκα, αυτό είσαι.
Μα πώς ν` αδράξει ο ήλιος τις ακτίνες του, αδιαφορεί, δεν εξηγεί, απλά είναι.
– Φαίνεσαι ήρεμος, τρομακτικός, ζωογόνος σαν το τέλμα, μίλα μου σε παρακαλώ , πες μου πως πάλι δεν θα φύγεις.
Μα κείνος δεν είχε πάει πουθενά, οι άλλοι δεν εμπόρεαν να ιδούν το φως του
– Ασθμαίνω, διασκορπίζομαι, συγχώρα με για την ασκήμια μου, την ερωτεύτηκα . Λησμόνησα το θέρος σου, έπλεξα νόθες θρυαλλίδες, άγονος βήχας σκιρτάει στα σωθικά μου.
Μα που φωλιάζει ο σπόρος του κακού, θρέφονται μ` αίμα οι μπαξέδες, τι δεν χωράει στην αγκάλη του, γιατί ξερνά τα θέλγητρά του, ποια ίαση διαπομπεύει, ποιον τρόμο έστεψε με δάφνες?
( μάλλον συνεχίζεται…)
Φωκάς .
Pingback: Ανάπλαση *2 | Saligari