( συνέχεια από ανάπλαση *1)
Και ειν αλήθεια, βαρύτιμη αλήθεια, σαν διαλείπον εκκρεμές αναγκασμένη να ταλαντώνει τους ιστούς σου, σαν σπάθη ανθισμένη να χαϊδεύει το καβούκι σου, είναι αλήθεια πως την ασκήμια πρώτα στα εντός ανακαλύπτεις. Εκεί το γάλα εκχέεται των φόβων, εκεί η σειρήνα σου μιλά και σε προστάζει «Βύζαξε!» σου αντιμιλεί « Βύζαξε μα μην με πιάνεις» και έτσι άπιαστος που μένει ο φόβος, ανεστραμμένος λιποτάκτης, πομπός βοής σπαρακτικής, εδραιώνει την συνήθεια, την κάθε συνήθεια, την συνήθεια της επιβίωσης.
Και να που σύμπαν συμπαγές μία άυλη ψευδαίσθηση μέλπει, μόνο για κείνη συγχωρεί, γεννά αφού ξεροσταλιάζει, τέκνα ασθενικά, υιούς υιούς , κόρες κόρες κενές, θροϊσμένες. Φιλομειδής, νωχελικός ο ήλιος να αφουγκράζεται την άηχη πνοή την ξόστρατη αυτή πορεία του σύμπαντος. Διδασκαλία δεν ήυρε καλύτερη να δώσει από την παρουσία του. Δεν είναι ανάγκη , ούτε αποκούμπι ασελγημένου νυχτικού, ούτε ελάχιστος εαυτός εν μέσω αλλοτρίωσης . Είναι αλήθεια, βαρύτιμη αλήθεια, και ειν` αλήθεια πως τη φλόγα και τη ζεστασιά πρώτα στα εντός σου ανακαλύπτεις.
– Επίτρεψε μου ήλιε , άμα δεν αποκρίνεσαι, ξέρω μνηστήρες δορυφόρους φλογερούς. Ένα άγγιγμα μου αρκεί για να μεγαλουργήσουν με ένα νεύμα μου λίτρα σπέρματος θα ξοδευτούν. Ηδυπαθείς οι παφλασμοί των καλεσμάτων τους, ορμή που αναστηλώνει την υδροχώρα Ατλαντίδα, που κήπους κρεμαστούς γεννοβολά εις Βαβυλώνα και τον Παράδεισο ακόμη επαναφέρει, με ή δίχως εύνοια θεού…
( συνεχίζεται . . . )
Φωκάς .