∇
Δεν είχε στη ζωή του βγάλει οχτάωρο, κάτι τα νοίκια του μπαμπά, κάτι τα χαλυβδόφυλλα των νάιντις, ξέπεσε· κρίση αφού, τράβηξε να δουλέψει
ò
σε κέντρο τηλεφωνικό -όχι πως το ‘χε με το λέγειν- ειν’ εύκολο, του είπαν, αν είσαι λίγο ξύπνιος παίρνεις και φιλοδώρημα. Καθότανε φαρδύς-πλατύς κι ανάμεσα απ’ τις κλήσεις, διακόσιες και τριακόσιες την μια μέρα, μασούλαγε σποράκια, κατάπινε αναψυχτικά, και κάρφωνε το βλέμμα, στης συναδέλφου τ’ αβυσσαλέο ντεκολτέ.
χ
Μα όταν άκουγε καμιά φωνή σκερτσόζικη, καμία νεαρούλα, έτριβε την κοιλιά του, και με την δεξιάν του, έψαυε τ’ αχαμνά του. Τον πιάσαν δυο και τρεις (μάλλον θα φαγουρίζεται ο χοντρός, θα ‘χει τρυπήσει το βρακί του) δεν θέλανε και ΄κείνοι να πιστέψουν, μέχρι που πήρε πόδι.
á
Στου πληρωμένου καθισιού την μαθητεία, ειχ’ αριστεία, και του κακοφαινόταν του κηφήνα, να βιοπαλεύει στην Αθήνα…
(έπεται η συνέχεια…)
Φωκάς