Επισκεφθήκαμε τελικά αυτά τα δάση.
Η σκηνή μας παρατάχθηκε δίπλα στις άλλες, πλάι στο μεγάλο δέντρο, κάτω από το μαύρο πράγμα που – τα’ μαθες; – αναπνέει χωρίς εμάς. Περπατούσαμε τρεις μέρες δίπλα στο ποτάμι.
Μπροστά στο αρχέτυπο: του Κόσμου μας η Φύση
Φωτογραφίζω με καμάρι ό,τι έχει ανθίσει
Μπροστά στα μάτια μου, τα μάτια μου θολώνουν
Μαζί μου όλα άρχισαν μα χώρια μου τελειώνουν
Δυσφορώ. Συγκρατώ ένα χαμόγελο που μάλλον με παραμορφώνει. Ωραία η φύση, μακρινή…Συνεχίζω να περπατάω στο μονοπάτι σκυφτή, αμίλητη. Περνάω πάνω από κάτι ξερόκλαδα, λάσπες, ένα σκαθάρι. Και δεν μπορώ, μέσα σε όλη αυτή τη σκέψη, να βρω μια στιγμή που θα μου επιτρέψει να γείρω το κεφάλι αυθόρμητα προς τα πίσω χωρίς να ακρωτηριαστεί.
Κι άλλα ξερόχορτα · ένα περιτύλιγμα σοκοφρέτας, μια λιμνούλα με βατράχια, ο ήλιος να ξετρυπώνει κάτι λουλούδια ασήμαντα. Θυμήθηκα τα περήφανα τσοπανόσκυλα που είδαμε νωρίτερα να φυλάν τη στάνη. Όπως μου έμαθες εκ των υστέρων, δεν τα είχε χαιδέψει ποτέ κανείς.