Την ημέρα που επισημοποιήθηκε η παράταση της απαγόρευσης κυκλοφορίας «για τουλάχιστον έναν μήνα ακόμη», όπως χαρακτηριστικά ανακοίνωσαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι, συμπλήρωνα ήδη τριάντα μέρες χωρίς να βγω από το σπίτι. Το χρόνιο άσθμα με κατέτασσε στην κατηγορία των ευπαθών ομάδων, σε περίπτωση δηλαδή που κολλούσα τον ιό αντίο ζωή – έτσι άφηναν να εννοηθεί οι ειδήσεις και τα site, τα οποία –ευτυχώς για την ψυχική μου υγεία– είχα σταματήσει να κοιτάω εδώ και λίγο καιρό. Διέκοψα τη νοσηρή αυτή συνήθεια μόλις άρχισα να νιώθω ότι κάθε είδηση απευθυνόταν αποκλειστικά σε μένα: «οι ευπαθείς ομάδες να κάτσουν σε απόλυτη απομόνωση», «κατέληξε 48χρονος που διαγνώστηκε με κορονοϊό. Είχε υποκείμενα νοσήματα», «οι ευπαθείς ομάδες είναι η κατηγορία που “σημαδεύει” ο ιός – οι άνθρωποι αυτοί να μείνουν σε κατ’ οίκον περιορισμό». Ε, άιντε και γαμηθείτε είπα μια μέρα… Και πράγματι έτσι ήταν. Τέλος οι ειδήσεις στην τηλεόραση, τα άρθρα στο Ίντερνετ, το αγχωμένο scroll down στο Facebook – και, το κυριότερο, τέλος στη σκέψη ότι θα πεθάνω μόνη μου από ασφυξία μετά από επίμονο φλεγματικό βήχα στο είκοσι τετραγωνικά διαμέρισμά μου, την πόρτα του οποίου θα σπάσουν οι γείτονες όταν δεν θα αντέχουν πια την οσμή της αποσυντεθημένης μου σάρκας. Ό,τι μαθαίνω θα το μαθαίνω από φίλους και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει – it is what it is που λένε οι Αμερικάνοι.
Έπρεπε να βρω δημιουργικές ενασχολήσεις – έτσι είπα στον εαυτό μου, έτσι μου έλεγαν οι φίλοι μου, αυτό έπρεπε να κάνω. Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, πόσο καιρό σε βλέπω στη βιβλιοθήκη μου και αναβάλλω τη συνάντηση μας – ε, ήγγικεν λοιπόν η ώρα! Άρχισα λοιπόν τους Δαιμονισμένους· μια που τ’ άρχισα και μια που τ’ άφησα. Θες το αποθαρρυντικά μεγάλο μέγεθος, θες οι παραληρηματικοί μονόλογοι, θες οι διάλογοι με τις ρώσικες αβρότητες που βαριόμουν αφόρητα – ό,τι και να ’ταν, το στοίβαξα και αυτό στον πύργο με τα βιβλία που πρόκειται να διαβάσω στο μέλλον. Ξεκίνησα έπειτα ένα παζλ πέντε χιλιάδων κομματιών που αν το κατάφερνα θα απεικόνιζε την Παναγία των Παρισίων, δημιουργική ενασχόληση – το κάθε άλλο· είχα δεν είχα ταιριάξει πενήντα κομμάτια, το παράτησα και αυτό. Δεν με χωρούσε ο τόπος, η απελπισία μου γινόταν κόμπος στο λαιμό, μ’ έπνιγε, ένιωθα ότι θα τρελαθώ – και αυτός ο ξερόβηχας να μου θυμίζει διαρκώς ότι ανήκω στις ευπαθείς ομάδες… Σκέφτηκα λοιπόν να καλέσω το τηλεφωνικό κέντρο μονάδων ψυχικής υποστήριξης που παρείχε το κράτος ειδικά για αυτές τις περιπτώσεις. Γυρεύοντας το κινητό, διέτρεχα παράλληλα με το βλέμμα τα αντικείμενα του σπιτιού μου· το μάτι μου έπεσε στους δίσκους κλασσικής μουσικής που στριμώχνονταν στη σιντοθήκη. Μότσαρτ, Σοπέν, Σατί, Μπερλιόζ, Μπετόβεν – αυτό είναι, Μπετόβεν! Ξάπλωσα αναπαυτικά στη βαθιά μαλακή πολυθρόνα και παραδόθηκα στο αγαπημένο μου κομμάτι: κουαρτέτο αριθμός 16 σε φα μείζονα. Η ειρηνευτική δύναμη της μουσικής μού απομάκρυνε τους φόβους και επιτέλους συντονίστηκα με το πνεύμα των καιρών: βρήκα και ’γω μια δημιουργική ενασχόληση. Περνούσαν έτσι άκοπα οι ώρες όταν αποφάσισα να βγω στη βεράντα για να με χτυπήσει το δροσερό αεράκι που δημιουργούσε η σκιά του απόβραδου. Καθώς ανέβαζα τα ρολά των παντζουριών αντιλήφθηκα ότι στο μπαλκόνι μου είχαν μαζευτεί καμιά δεκαπενταριά περιστέρια όλα παρατεταγμένα σε μια ευθεία γραμμή κατά μήκος του παραθύρου· στη θέα της παρουσίας μου όχι μόνο δεν τρόμαξαν –πράγμα που τα περισσότερα περιστέρια είθισται να κάνουν– αλλά, αντιθέτως, έμεναν εντελώς ακίνητα, μαρμαρωμένα, βγάζοντας μακρόσυρτα μουγκρητά ακολουθούμενα από ένα συντονισμένο φούσκωμα και ξεφούσκωμα του κορμιού τους, συσπάσεις που, όπως γνωρίζω, θεωρούνται σημάδια ηδονής. Τα μαύρα σιβυλλικά τους μάτια κοιτούσαν στο εσωτερικό του σπιτιού μου, το οποίο ένιωθα να ταλαντεύεται στον ρυθμό του Μπετόβεν. Ενθαρρυμένη από την υποδοχή, μπήκα γρήγορα μέσα, δυνάμωσα την ένταση, έβαλα ένα κονιάκ, και ξαναβγήκα πάλι στη βεράντα να κάνω παρέα στους απρόσμενους επισκέπτες μου. Παρατήρησα ότι το πάτωμα έλαμπε από τις υπόλευκες σαν κιμωλία κουτσουλιές τους, οι οποίες ανέδιδαν ένα διακριτικό άρωμα κανέλας. Κάθισα ανάμεσά τους, ανακούρκουδα, σαν ίση μεταξύ ίσων, κοιτώντας νοσταλγικά μια τα περιστέρια και μια τον ουρανό, ο οποίος τώρα μου φαινόταν σαν ένας ατελείωτος σταχτί θόλος. Το ασθματικό μου στήθος ρουφούσε με λαιμαργία τη γλυκιά άνοιξη του αέρα και τη φρεσκάδα των άστρων που δειλά-δειλά έκαναν την εμφάνισή τους. Ένα περιστέρι, το πιο χοντρό, ήρθε και κούρνιασε στον δεξί μου ώμο. Μετά ένα άλλο στον αριστερό. Μετά ήρθε και άλλο στα γόνατά μου, ένα άλλο στο στήθος μου, στην πλάτη μου, στο κεφάλι μου – παντού, ήμουν όλη σκεπασμένη περιστέρια. Το δικό τους μουγκρητό διαδέχτηκε το δικό μου, τώρα μουγκρίζαμε όλοι μαζί, παρέα, φύση και άνθρωποι – όλα ένα, το απόσταγμα της φυλής μας, η μόνη αναπόφευκτη συντέλεια – ήμουν ευτυχισμένη.
Ν.Σ.