[…]Έχω πάνω από τέσσερα χρόνια που λείπω απ’ τη Ρωσία· μα και πριν που βρισκόμουν εδώ, ήμουν σχεδόν τρελός!
Και τότε δεν ήξερα τίποτα και τώρα ξέρω ακόμα λιγότερα. Έχω ανάγκη από καλούς ανθρώπους.
Έχω μάλιστα και κάτι που θέλω να κανονίσω και δεν ξέρω σε ποιόν ν’ αποτανθώ.
Φίοντορ Ντοστογιέβσκη, Ο Ηλίθιος
A crying woman is a scheming woman
Λαρς Φον Τρίερ, Αντίχριστος
Τι κλαις, καλή μου, πάλι;
Τι κλαις;
Άσε τα “Σπύρο, γιατί με άφησες;” και δες.
Κλαις επειδή σου ‘δώσαν ένα σώμα ανθρώπινο;
Ή μήπως επειδή ρωτιέσαι συχνά πυκνά όλο για κάτι
Που, τάχα μου, νομίζεις πως θα το μάθεις απο την κβαντική φυσική ή τη χημεία.
Ζούμε τον Γενάρη του 2020, καλή μου. Μια χρονολογία εξωγήινη.
Αλλά εσύ, τι κλαις; Αντί να γελάς, ρε χαζή. Εκαντοντάδες οι απαντήσεις, να τες, κοίτα! Κοίτα όλα αυτά τα papers πώς κατατρέχουν το news feed και το academia. Η μέλισσα, σου λέει. Να ‘χεις το νου σου κυρίως στη μέλισσα.
Η νύχτα, τι; Ίδια, ναι. Τι εννοείς για αυτό κλαις; Μάτια μου, η εποχή, σε θέλει ολόκληρη πετσοκωμένη. Κι η νύχτα σε αναγκάζει πάντα να κουρνιάζεις. Οπότε ξέχνα την, πάει. Τώρα θα ζήσεις την αιώνια μέρα. Μαζί με αυτούς που περπατάνε τη Σταδίου για να βγουν στην Αθηνάς ενώ ο νους τους πηγαίνει πάντα στο κακό ή και στο κακό να μην πηγαίνει, πάει σίγουρα στο μέλλον μιας μέρας ίδιας.
Σταμάτα πια τα μυξοκλάματα. Οι λύσεις δεν είναι πια μέσα στα χέρια σου· είναι τα χέρια σου τα ίδια. Μόνο που εσύ, έτσι όπως κάνεις, μόνο να τα φαντάζεσαι μπορείς πια. Τα βλέπεις να προβάλλονται μες στην εικόνα του μυαλού σου, να απλώνονται, να τεντώνονται τα δάχτυλα και οι παλάμες να ανοίγουν σαν ομπρέλες κι εσύ τότε φτιάχνεις μια λαιμητόμο να!· όχι για το κεφάλι πια, μα για τα χέρια σου. Κι έπειτα κλαις, αχ βρε ηλίθια, τι κλαις;
Ο Θεός ήταν η πιο πετυχημένη μας ιδέα. Δεν βρέθηκε άλλο μέρος για να κρυφτεί καλύτερα η ελπίδα. Τώρα, φάε σκατά.
Φάε κβάντα κι υδρογόνο. Φάε σάπια χέρια, έρωτα πηχτό σα βούρκο, σαν έλος.
Φάε σκέψη (που μέχρι και το παράλογο προσπαθήσαμε να το κάνουμε να φαίνεται επιλογή).
Φάε το άλλον στη μάπα, μιας που δεν τον αντέχεις πια, δεν τον αντέχεις.
Αλλά κυρίως, φάε μόνη σου επιτέλους και σκάσε.
Μόνο τη μάνα σου επιτρέπεται να βρίζεις, κι αυτό γιατί σε αγάπησε χωρίς πολλή προσπάθεια.
Καταβάθος -και θυμήσου με πριν σκεφτείς τη μέλισσα-
Καταβάθος κλαις απ’ τα νεύρα σου.