Αν στο Παγκράτι και τον Βύρωνα κυκλοφορεί κανείς συστηματικά, αγωνιζόμενος να διεκπεραιώσει δουλειές της καθημερινότητας, μπορεί να πετύχει ένα αληθινά γουστόζικο σκηνικό. Ας το πάρουμε όμως εξαρχής…
………………………………………………………
Ε, δεν είναι δα και τόσο μεγάλο ατόπημα, η συνήθης τακτική του «καλλωπισμού» των αρετών και της προσωπικότητας ενός πια νεκρού. Ας τη βαφτίσουμε «υποσυνείδητη συμπάθεια για την ανυπαρξία» και ας πάμε παρακάτω.
Η Θάλεια, άλλωστε, πεθαμένη ακριβώς πριν έναν χρόνο, στα 67, νικημένη απ’ τον καρκίνο του στομάχου, ήταν πράγματι αρετηφόρος άνθρωπος. Θαρραλέα, παθιασμένη, ευέξαπτη, «αντράκι» που την έλεγε κι ο δάσκαλος στο γυμνάσιο. Εκεί, στο «ασπρόμαυρο» Γυμνάσιο Θηλέων «Αριστοτέλης» στη γωνία των οδών Μαρασλή και Σουηδίας, η Θάλεια βρήκε την Καλλιόπη, τυχαία, όπως τυχαία βρίσκουμε συνήθως τους συντρόφους που παιδεύουμε στη ζωή μας. Η τριάδα των φιλενάδων συμπληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, με την Ουρανία, εξ Αγρινίου, μνηστή του αδερφού της Καλλιόπης, και μετετράπη σε τετράδα, με τη Σοφία, γειτόνισσα της Ουρανίας. Όλες, ηλικιακά κοντά. Θαυμάσια κοριτσοπαρέα, το δίχως άλλο.
Κι αν αυτή η φιλία έμελλε να κρατήσει αιώνες, το οφείλει, διασκεδαστικά σχεδόν, σ’ έναν θάνατο. Γιατί, οπωσδήποτε, η εξομολόγηση των πρώτων σκιρτημάτων και των μεγεθυμένων ερωτικών «μυστικών» μεταξύ έφηβων κοριτσιών, βάζει θεμέλια φιλίας, μα δεν αρκεί. Όταν, όμως, κοντά στα δεκαεφτά, η Θάλεια ορφάνεψε από μάνα, τα κορίτσια γύρω της γίνανε δεκανίκια μες στο πένθος και μαντήλια από μετάξι. Μεγάλη υπόθεση, για «αμούστακα» από συγκινήσεις και οδυρμούς τρελοκόριτσα. Μα δε δειλιάσανε, ποιος ξέρει πώς… Και κάπως έτσι, τα θεμέλια της φιλίας γίνανε οικοδόμημα για την τετράδα.
Πενήντα χρόνια μεσολάβησαν μέχρι να πεθάνει η Θάλεια. Κάπου για λίγο χωρίζαν τα κορίτσια, γιατί έφευγε η Ουρανία στα Παρίσια για σπουδές, κάπου χανόντουσαν γιατί «ζωή είναι, τι να πεις..» που ‘λεγε η Καλλιόπη, και μετά πάλι μαζί. Πότε η μια, πότε η άλλη, όλες «πέφτανε» στην ανάγκη κι όλες δίνανε αγώνα. Την Καλλιόπη δεν τη χτυπούσε ο άντρας της ένα φεγγάρι και μαράζωσε; Η Σοφία κόντεψε να λιώσει από τον πόνο, σαν έφυγε ο μοναχογιός της στο Ντιτρόιτ. Τι δύσκολες εγκυμοσύνες, τι να λες και τι να αφήσεις. Μα δε πολυμιλούσανε για τις φουρτούνες που περάσανε. Όλο για κάτι τσιφτετέλια σε παλιά ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς και για παιδικά και «άγια» φλερτ σε στολισμούς Επιταφίων, λέγανε χασκογελώντας, κατά τους μεταμεσονύκτιους παραθερισμούς τους στις βεράντες της νοσταλγίας.
Έχει γίνει, λοιπόν, η διάγνωση της Θάλειας, «κεραυνός εν αιθρία», που λένε, και οι πρώτες χημειοθεραπείες ξεκινάν. Η Θάλεια δείχνει ισχυρή, ώσπου να χάσει τα μαλλιά της, και εκεί να ξεκινήσει ο κατήφορος της ψυχολογίας. Όταν τελειώνει ο πρώτος κύκλος χημειοθεραπειών, τα υπόλοιπα τρία, 66χρονα πια, κορίτσια, εμφανίζονται στο σπίτι της Θάλειας στην πλατεία Προσκόπων. Όλες, με κεφάλια και φρύδια ξυρισμένα από τη ρίζα, και 4 αεροπορικά εισιτήρια για Τενερίφη στο χέρι. Δυο βδομάδες στα Κανάρια, οι τέσσερις καραφλές κυρίες, σαν παραμυθιού στοιχειά, ‘πιναν κρασί και γελούσαν, διασκεδάζοντας την αμηχανία και την εύλογη έκπληξη κατοίκων και επισκεπτών.
Προχωρήσανε οι θεραπείες, πέρασε ένας χρόνος «μάχης». Πότε βελτιωνόταν η κατάσταση, πότε χειροτέρευε. Το ‘χε παρατήσει κι η Θάλεια. Που και που μυξόκλαιγε, όχι γιατί θα πέθαινε, μα κάτι ψέλλιζε για «αξιοπρέπεια στον θάνατο». Ποιος ξέρει…
Και πέθανε. Απλά και λιτά. Στο κρεβάτι της «Βραχείας Νοσηλείας» του Αγίου Σάββα, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μα, δεν είχε πει, αυτό που λένε, την «τελευταία λέξη». Ή για την ακρίβεια, δεν είχε ακουστεί, η «τελευταία λέξη».
Τα υπόλοιπα κορίτσια, εν μέσω πένθους και συνειδητοποίησης του επικείμενου θανάτου και των ίδιων, βρίσκουν ένα γράμμα της Θάλειας. Στο σπίτι της, σε φάκελο, με ρητή διατύπωση: «Για τα κορίτσια μου, αποκλειστικά και αδιαπραγμάτευτα».
Αγαπημένα μου κορίτσια,
Πέθανα. Περίεργο, αλλά συμβαίνει. Με λυπεί ότι κάποτε θα πεθάνετε και σεις. Μέχρι τότε όμως…
Εδώ και κάποιο καιρό, γνωρίζοντας το μέλλον μου, σκεφτόμουν αποκλειστικά πώς θα σας ευχαριστήσω για όλες τις στιγμές, για όλες τις θυσίες, για όλα τα βλέμματά σας κατά την αρρώστια μου, που δεν είχαν λύπηση, παρά μόνο, τη θλίψη της νοσταλγίας και του αμετάκλητου.
Εγώ πέθανα στην Τενερίφη. Σ’ αυτό το μαγικό τελευταίο ταξίδι.
Και εκεί μου ήρθε η ιδέα! Όπως πίναμε και γελούσαμε, σαν παιδιά στερημένα από ξεγνοιασιά, μου ήρθε το πως θα σας ευχαριστήσω. Ακούστε προσεχτικά γριούλες:
Θα ανοίξετε το κάτω ντουλάπι από το σύνθετο και θα βρείτε μια θήκη ρολογιού. Μέσα υπάρχει ένα μικρό κλειδί που ανοίγει το ακριβώς δίπλα συρτάρι που είναι κλειδωμένο. Κάντε αυτό και τα λέμε μετά…
………………………………..
Πραγματικά, λυπάμαι που πέθανα και δε βλέπω τις αντιδράσεις σας! Τις ξέρω, βέβαια, όλες, απ’ έξω και ανακατωτά. Λοιπόν, αν δε καταλάβατε, αυτή η κούτα παπουτσιών που βρήκατε, έχει μέσα στριμμένα τσιγάρα χασίς. Κανονικό χασίς! Για την ακρίβεια, 150 τσιγάρα χασίς! Θα τα πάτε στης Ουρανίας το σπίτι, και όπως κάθε πρωί, που μαζευόμασταν και πίναμε τον καφέ μας, θα καπνίζετε από ένα.
ΠΡΟΣΟΧΗ! Ένα για όλες, όχι ένα η καθεμία!
Πέθανα. Αλλά έζησα πριν. Και το οφείλω και σε σας. Στην Κάλλια μου, στη Ράνια μου, στη Σόφη μου.
Καλή ζωή,
Θάλεια
Αν στο Παγκράτι και το Βύρωνα κυκλοφορεί κανείς συστηματικά, αγωνιζόμενος να διεκπεραιώσει δουλειές της καθημερινότητας, μπορεί να πετύχει ένα αληθινά γουστόζικο σκηνικό. Τρεις ηλικιωμένες κυρίες, με θολό βλέμμα, να φωνάζουν χορωδιακά «Κάάάλημέρα, κάάάλημέρα» μέσα στο τρόλεϊ, να αναπαράγουν διαλόγους από σκηνές καθημερινών σήριαλ της τηλεόρασης στην ουρά για τα ταμεία της τράπεζας, να απαιτούν ρέστα από τους εμπόρους της λαϊκής, πληρώνοντας με σοκολατένια νομίσματα.
Υ.Γ: Αξίζει να αναφέρω ότι κάθε πρωί την ώρα του καφέ και του «τσιγάρου» των κοριτσιών, η Ουρανία (που είναι και κόρη παπά), αναποδογυρίζει προς τα κάτω την εικόνα του Άγιου Γεράσιμου που πάντα έχει στο τραπέζι. Όταν η τελετουργία ολοκληρωθεί, ο άγιος επανέρχεται αγέρωχος.
Τζένη La Revolucion
Οκτώβρης 2017