(Εσωτερικό διαμερίσματος παλιάς οικογενειακής πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Έπιπλα και αντικείμενα επιμελώς απολυμασμένα. Το μοναδικό φως προέρχεται από την πλευρά του μπαλκονιού. Γνωστή η προέλευση, ανεξακρίβωτη η πηγή.)
Ακολουθεί πειθαρχημένο μονόπρακτο. Σκοπός, αποκλειστικά καταγραφικός. Συντομία, αρετή χρειαζούμενη. Υπευθυνότητα, διαπιστευτήριο κάθε λέξης. Περιεχόμενο αμιγώς κυριολεκτικό. Δεδηλωμένη δυσανεξία σε κάθε είδους μεταφορά.
Σκύψε προσεκτικά προς το μέρος μου. Όχι πολύ κοντά. Ποτέ δεν ήμουν φίλος των αδικαιολογήτως στενών επαφών και πόσο μάλλον τώρα. Οφείλουμε να μεριμνήσουμε για την τήρηση των αναγκαίων αποστάσεων. Μπορεί ένας απ’ τους δυο μας να είναι ασυμπτωματικός. Ας μην το διακινδυνεύσουμε.
Ένας μήνας κιόλας. Ένας μήνας μ’ εμάς σαν τα ποντίκια στον τροχό σε διαμπερές γυάλινο κλουβί, προστατευμένα. Μας τράβηξαν το πάπλωμα που λέγαμε ζωή και μείναμε με τα σώβρακα μπρος στον φόβο. Να δεις που κι αυτά θα μας τα πάρει στο τέλος.
Η κοινή πανανθρώπινη εμπειρία της πανδημίας -που δεν είναι βέβαια τόσο κοινή και (δι)αταξική όσο προβάλλεται- αυτή η πλανητική λοιπόν διάσταση θυμίζει την πρωτοχρονιά. Τη μοιραία διαδοχική χρονικότητα της πρωτοχρονιάς, όταν ξεκινούν τα βεγγαλικά καλωσορίσματα από τη Νέα Ζηλανδία στη Σανγκάη, στην Καλκούτα, στη Δαμασκό, στο Βελιγράδι, στο Μιλάνο, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στο Ρίο ντε Τζανέιρο και στην Μπογκοτά. Γενάρη και Φλεβάρη παρατηρούσαμε εκ του μακρόθεν την Κίνα. Ένα μούδιασμα αναμφισβήτητα. Περισσότερο όμως από μούδιασμα, έμοιαζε να είχαμε την παρήγορη εντύπωση του μακρινού, του εξωτικού. Μιαν ορισμένη αίσθηση πως το κακό δεν θα έφτανε εδώ· δεν θα τόλμαγε να αγγίξει την πολιτισμένη Δύση. Εκεί τρώγαν άγρια ζώα, εδώ έχουμε υγιεινή. Και τι ειρωνεία! Τη μέρα που η πρωτόπληκτη κινέζικη πόλη Γουχάν φωταγωγείται για να γιορτάσει το τέλος της καραντίνας, στη Νέα Υόρκη τα θύματα του ιού ξεπερνούν τον αριθμό των νεκρών της 11ης Σεπτεμβρίου. Μοιάζει ως να ’ναι η ανθρωπότητα σε κυκλικό σχήμα αρχαίας τραγωδίας – οι θεατές σύντομα θα κληθούν να στελεχώσουν το θανατερό χορό, οι νεκροί θα μεταφερθούν από τις παρόδους έξω από τη σκηνή, όσοι και όσες από το χορό επιβιώσουν θα ανεβούν κατόπιν, εξουθενωμένοι, στις κερκίδες και τούμπαλιν. Μια τραγωδία που καταργεί το «εικός» μαζί και το «αναγκαίον».
Αλλάζουμε συνήθειες. Συμπληρώνομε χαρτιά για να βγούμε. Τικάρεις το σωστό κουτί, σημειώνεις την ώρα, το τσαλακώνεις στα τέσσερα και μαζί με την ταυτότητα στην κωλότσεπη.
Αλλάζουμε συνήθειες. Κοινωνική αποστασιοποίηση, μένουμε σπίτι, πλένουμε χέρια συχνά και σχολαστικά, δεν αγγίζουμε μάτια, μύτη, στόμα. Δεν αγγίζουμε ούτε τα δικά μας ούτε των αλλωνών. Η ψαύση ανεστάλη επ’ αόριστον, οι ανέξοδες θωπείες ας λείπουν. Αλλάζουμε συνήθειες. Κάποιοι ξαναπιάσαν τα τηλέφωνα, που ’χανε γίνει κιόλας, μες στην φρενήρη πρόοδο, παλιακά. Οι πιο πολλοί τις οθόνες. Τόσο σκάιπ ούτε είχαμε ξανακάνει, ούτε θα ξανακάνουμε.
Αλλάζουμε συνήθειες· συλλογικά αλλά εξ αποστάσεως και σε απομόνωση. Τόσο πανανθρώπινη εμπειρία αυτός ο ιός και την ίδια στιγμή τόσο μοναχική και εξατομικευμένη· οξύμωρο. Αλλάζουμε συνήθειες, έχουμε χρόνο· ένα χρόνο όμως ρευστό, πηχτό, άχρονο, άδηλης διάρκειας και αγχώδους ιδιοσυστασίας. Χρόνο ομοιόμορφο, ανιαρό. Άραγε πότε θα επέλθει η θραύση αυτού του χρόνου. Θέλω να πω, μέχρι πότε τον μετράμε; Μέχρι να αρρωστήσουμε και μεις ή μέχρι να αρθούν τα μέτρα και να εκκινήσουμε από κει που σταματήσαμε; Αλλάζουμε συνήθειες. Ακούμε τους ειδήμονες, τους ειδικούς λοιμωξιολόγους. Τι πρέπει, τι ενδείκνυται, πώς να μπει η μάσκα, πώς το γάντι και πόσο το αντισηπτικό.
Αλλάζουμε συνήθειες. Σ’ αυτή την πανδημία, όλοι επιστρέφουν. Στα πατρικά σπίτια, στις ιδιαίτερες πατρίδες, τόσοι μαζικοί και βιαστικοί επαναπατρισμοί είχαν να γενούνε χρόνια. Μια πελώρια, αιφνίδια και ασυντόνιστη παλινδρόμηση. Όλοι επιστρέφουν στο οικείο. Είναι, όμως, το οικείο ασφαλές; Είναι ακόμα αμόλυντο;
Αλλάζουμε συνήθειες. Δεν ξέρω αν όλο αυτό θα μας αφήσει τραύμα ή κάποιου είδους σύνδρομα. Θα μας βλέπουν, λέει, τα παιδιά μας να πλένουμε μανιωδώς τα χέρια και θα ψιθυρίζουν παιγνιωδώς αναμεταξύ τους: «Έχει περάσει κορωνοϊό. Του ’χει μείνει κουσούρι από τότε». Τι να σου πω; Προφητείες αποφεύγω.
Αλλάζουμε συνήθειες; Εε, σταμάτησα και γω να τρώω τα νύχια μου. Για τούτο και μόνο, έστησα αυτό το βιαστικό έργο, δήθεν οικουμενικό δήθεν θεατράλε. Για να σου περηφανευτώ. Τώρα που σκίζουνε απ’ τ’ αντισηπτικά τα χέρια, τώρα που αχρηστευθήκανε τα δάχτυλα ως όργανα απτικά και τρυφερά, άφησα -πρώτη φορά στη ζωή μου- να φυτρώσουνε νύχια. Μη νομίζεις πως τόκανα από φόβο ή για να πειθαρχήσω στους γιατρούς. Μονάχα γιατί όσο σε χάιδευα, ποτέ δεν παρατήρησα τι άσχημα που ήταν έτσι άνυχα. Πάντα σ’ εσένα και στο χάδι είχα τη νιάση και την έγνοια μου.
Σε φιλώ (που λέει ο λόγος!). Άλλωστε, μην ξεχνάς: οι επόμενες δύο βδομάδες είναι οι πιο κρίσιμες!
Διγ.