Κι όσα δεντρά έπεψεν ο Θιός
μέσα είναι φυτεμένα, στο περιβόλι μας
στο ώριο περβόλι μας, τ’ όμορφο.
Καλωσόρισες.
Θα σου αρέσει εδώ.
Έχει δρόμους μεγάλους και γάτες που στέκονται στην άκρη γλείφοντας τις κουρασμένες τους πατούσες.
Έχει έναν ήλιο κι ένα φεγγάρι και τα καλοκαίρια θα μπορείς
– αν είσαι τυχερός και το θελήσεις, αν είσαι τυχερός και σου συμβεί-
να το βλέπεις να λάμπει κόκκινο. Το χειμώνα θα ψήνεις κάστανα στο τζάκι. Η αλήθεια είναι πως οι εποχές δεν είναι τόσο διακριτές πια, αλλάζουν περίεργα, άτακτα, χωρίς συνέπεια στο ημερολόγιο. Πέρσυ τα καλοκαιρινά τα κατεβάσαμε απ’ το Μάρτη.
Αλλά θα σου αρέσει εδώ.
Είναι σημαντικό να έχεις ένα σκύλο να τον βγάζεις βόλτα, να έχεις οικολογική συνείδηση. Θα ήθελα να ανακυκλώνεις. Με αγάπη κι εγκαρτέρηση. Να κατανοείς. Να λες “Δε θα μου λείψει τίποτα!”. Η πραγματικότητα θα είναι κάπως σκληρή, σε προειδοποιώ, αλλά πότε δεν ήταν;
Να διαβάζεις.
Να διαβάζεις για να μπορείς να κατανοείς τις γάτες με τις πληγωμένες πατούσες, τον άντρα που εκσπερματώνει κι απόψε κρυμμένος πίσω από τους θάμνους, τη μάνα σου. Να διαβάζεις για να μη διαβάζεις. Να διαβάζεις για να αναπνέεις καθαρό αέρα. Κι όταν βρεις τρόπο να αναπνέεις καθαρό αέρα μακριά από τα χαρτιά, να διαβάσεις πάλι. Αλλά τον ουρανό αυτή τη φορά ή το περιβόλι.
Βέβαια όλα αυτά είναι δικές μου απόψεις, θα μπορείς και χωρίς αυτές.
Το μόνο που πραγματικά χρειάζεται να μάθεις για να σου αρέσει εδώ είναι τη λέξη αντίο. Δεν είναι τίποτε το τρομερό, μη θαρρείς. Ένα Άλφα – όπως Αναστασία, κεφαλαίο, μετά ένα -ντ , όπως ντομάτα (ντομάτα κόκκινη όμως, σαν το αυγουστιάτικο φεγγάρι). Έπειτα ένα γιώτα, όπως ίλιγγος (α! δες και λίγο σινεμά, καλό θα σου κάνει). Και τέλος ένα Ο. Στρογγυλό σαν τη Γη μας, σαν εμένα… Δεν θα μπορούσε, σκέφτομαι τώρα που σου μιλάω, άλλο γράμμα να κλείνει καλύτερα τη λέξη αντίο. Δε θα σταθώ όμως άλλο τώρα σε αυτό ΑΡΚΕΤΑ! Μάθε το , πέντε γράμματα είναι. Γιατί μετά θα χρειαστεί να μάθεις και πώς να το προφέρεις, πώς να συγχρονίζεις χείλη, γλώσσα, δόντια και μάτια όταν θα το λες φωναχτά. Εγώ ποτέ δεν τα κατάφερα αρκετά καλά κι έτσι τους μπέρδεψα κάποτε όλους. Ντομάτες, φεγγάρια, γατιά, άνθρωποι, τα καλοκαιρινά μου σορτς που κατέβηκαν πιο γρήγορα απ ‘ότι περίμενα από το πατάρι… όλα μαζί. Μου συνέβησαν παράξενα, βίαια. Κι έτσι δεν μπόρεσα να μου αρέσει ποτέ εδώ.
Αλλά πιστεύω πως εσένα θα σου αρέσει.
Κι ο χρόνος, που είναι ο αφέντης, θα ανθίζει και θα μαραίνει το περιβόλι μας εις τους αιώνες των αιώνων. Όλα θα τα’ χεις μέσα στα πόδια σου, μήτε που θα θες Θεό.
Και καμιά ανοχή σε μένα τη λίγη μη δείξεις, ακούς; Που δε στάθηκα να το χαζέψω – το περιβόλι λέω. Δε στάθηκα να το ακούσω, τι είχε να πει.
Και μια αίσθηση -ναι, αίσθηση είναι- απροσδιόριστη
με πλημμυρίζει
πως το περιβόλι το αδάμαστο θα σου μάθει καλύτερα από όλους ένα υπέροχο αντίο για να λες.
Όμως, έλα τώρα, κάτσε δίπλα μου. Κοντά μου.
Είναι μακρά η αναμονή, παιδί μου. Κι η θλίψη α π έ ρ α ν τ η.