To ήξερα ότι ήταν τρελός σας λέω, το ήξερα, και τι όμως; όλοι τρελοί είμαστε, άσε που τρεις μέρες συνεχώς μεθυσμένοι, όλα μπορούσες να τα περιμένεις, ειδικά εκείνη τη νύχτα είχαμε γίνει χώμα, σύσκατοι τελείως, cure, pure, δεν θυμάμαι, κάπως έτσι λεγόταν το μαγαζί, α! το ξέρετε; οk, στο pure τότε, εκεί ήμασταν, ήπιαμε δύο μπουκάλια βότκα οι δυο μας, κερνούσαμε βέβαια αβέρτα όποια γκόμενα σταμπάραμε, μάταια όμως, δεν μας πήγαινε, τζίφος, αυτός εκνευριζόταν, τον έβλεπα, πάντα τα ίδια, πίνει και κάνει μαλακίες, ειδικά αν δεν βρει να γαμήσει ξεφεύγει, αν το καταλάβαινα; ναι, φυσικά και το καταλάβαινα, αφού τον προδίδει η μάπα του, γίνεται ολοκόκκινος ο μαλάκας, στο μέτωπό του τρέμει μια χοντρή φλέβα και ρουφάει τα μάγουλα του για να μην φαίνονται πρησμένα απ’ το πιόμα, ασυναίσθητα το κάνει, και μένει έτσι ο μαλάκας, με ρουφηγμένα μάγουλα, κόκκινος σαν παντζάρι και τη φλέβα να παίζει στο κεφάλι του, αστείος, πολύ αστείος, δεν του το ’λεγα όμως, τέλος πάντων, δεν μας νοιάζουν αυτά, θέλω να σας πω ότι το καταλάβαινα, αυτό μόνο, το καταλάβαινα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι να προλάβω ας πούμε το τι θα ακολουθήσει, με τίποτα, όχι-όχι σας λέω, με τίποτα, και άλλες φορές έβγαινε έπινε θύμωνε με τις χυλόπιτες που έτρωγε, γυρνούσε όμως σπίτι έπαιζε μια μαλακία και κοιμόταν σαν μωρό για ώρες, έπεφτε σε λήθαργο, εκείνο το βράδυ όμως ήταν αλλιώς, ανηφορίζαμε προς το σπίτι θυμάμαι, είχε ξημερώσει, δεν μιλούσαμε, εγώ κοιτούσα μια τον ουρανό μια το ξωκλήσι απέναντι που ’ταν πνιγμένο στα πλατάνια, ήταν και μεγαλοβδομάδα και ένιωθα τύψεις που γυρνούσα στα κωλόμπαρα αντί να πηγαίνω εκκλησία, εγώ είμαι θεοσεβούμενος μη με βλέπετε που έμπλεξα τώρα, τι; ειρωνεύεστε; ορίστε να και το κομποσκοίνι μου, αγιορείτικο παρακαλώ, όλα-κιόλα, προχωρούσαμε λοιπόν που λέτε αργά, σταθερά, χωρίς να σταυρώνουμε κουβέντα, του ’ριχνα πότε-πότε κάτι ματιές, βάδιζε σκυφτός, με σφιγμένες τις γροθιές και ανά δέκα περίπου βήματα έφτυνε, φαινόταν θυμωμένος, δεν του έδινα όμως σημασία, στα μέσα της διαδρομής ήταν που φάνηκε το κυνηγόσκυλο να τρέχει κατά πάνω μας βαστώντας στο στόμα του την κότα, σιμώνει το σκυλί παρατάει την κότα στα πόδια μας, γαβγίζει μπροστά μας λες και θέλει κάτι να μας πει και αμέσως φεύγει τρέχοντας, κοιταχτήκαμε, μείναμε μαλάκες, η κότα ξεπουπουλιασμένη με βαθιές ματωμένες πληγές σε όλο της το σώμα φαινόταν να υποφέρει, έβγαζε θυμάμαι και μια παραπονιάρικη φωνή, εμείς σύξυλοι, κουβέντα δεν αλλάζαμε, ρωτούσαμε με τα μάτια όμως ο ένας τον άλλο, και τώρα τι; τι σκατά να κάνουμε; εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι ο μαλάκας είναι κτηνίατρος, κάποια ιδέα θα έχει, στο κάτω-κάτω μπορούμε απλώς να φύγουμε, γιατί σκατά να μπλέκουμε τα πράγματα, δεν ήθελα όμως να το πω εγώ πρώτος, άσε που όλο αυτό μου φαινόταν πολύ διασκεδαστικό, πυορροεί και χάνει πολύ αίμα, θα ψοφήσει σε λίγο, μέχρι τότε όμως θα υποφέρει, δεν πρέπει να υποφέρει, μου λέει, είχε γύρει δίπλα στην κότα και την εξέταζε, πριν καλά-καλά τελειώσει όμως τη φράση του, με ένα απότομο σάλτο, περνάει τις προστατευτικές μπάρες, προχωράει λίγο παραπέρα στον γκρεμό από πίσω, αρπάζει μια μεγάλη κοτρόνα και έρχεται ξανά στο σημείο που βρισκόμασταν, τι κάνεις ρε μαλάκα; θυμάμαι να του φωνάζω, δεν απαντούσε όμως, πλησίασε την κότα, γονάτισε και άρχισε να τη χτυπάει με μανία στο κεφάλι, στο σώμα, όπου έβρισκε, με μανία σας λέω, στην αρχή η κότα έσκουζε, μετά από λίγο έσκασε μια και έξω, αυτός είχε λαλήσει, χτυπούσε και έκλαιγε, έκλαιγε δυνατά, με λυγμούς φωνάζοντας και κάτι λόγια ακαταλαβίστικα, κάτι ανάμεσα σε προσευχή και ξόρκι, δεν ξέρω, θα σας γελάσω, το βέβαιο είναι ότι γκάριζε, σκέπαζε με τις φωνές του όλη την περιοχή, τον μαλάκα! τι κάνει σκέφτηκα, τι τον έχει πιάσει, ανησύχησα, θα μας άκουγαν σίγουρα, τι γιατί δεν του μιλούσα; πώς να του μιλήσω του μαλάκα; ο τύπος ήταν παλαβός, θα με ’παιρνε και μένα η μπάλα, εκεί λοιπόν που έκλαιγε και ανεβοκατέβαζε την πέτρα στο κεφάλι της κότας (που μόνο κεφάλι δεν ήταν, μία κοκκινοπράσινη αηδιαστική μάζα είχε γίνει) ακούω έναν τύπο με κοντάρι πεζοπορίας να ζυγώνει, φώναζε, Hey! What are you doing there? Stop it! ή κάτι τέτοιο, ξένος ήταν σίγουρα, τρόμαξα, τρόμαξα πολύ θυμάμαι, αυτός τι έκανε; αυτός στα αρχίδια του, συνέχιζε τις τρέλες του, ο τύπος φτάνει δίπλα μας και ακουμπάει το χέρι του στον ώμο του μαλάκα, μπας και τον ηρεμήσει, που να ’ξερε ο κακομοίρης τι του έμελλε, σηκώνεται και σπρώχνει απότομα με δύναμη τον ξένο βρίζοντάς τον, ο ξένος παραπατάει (είναι και αυτός ηλίθιος τώρα που τα λέμε, να μη βάλει αντίσταση; δεν τον έβλεπε δηλαδή ότι ήταν εκτός ελέγχου;) και πέφτει λοιπόν πίσω απ’ τις προστατευτικές μπάρες, στον γκρεμό, και φυσικά τσακίζεται, εγώ το κατάλαβα γιατί με το που γίνεται το σκηνικό, τρέχω να δω τι έπαθε, του φωνάζω αν θέλει βοήθεια, πώς είναι, τίποτα, δεν σάλευε, είχε πέσει μπρούμυτα, μου φαίνεται σαν να ’δα και αίμα εκεί που προσγειώθηκε, πώς αντέδρασα; μα, έφυγα, έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, πήγα κρύφτηκα, φοβήθηκα πολύ, δεν με πιστεύετε, ε; σας το ορκίζομαι στον Θεό, και μέρες που είναι ψέματα δεν λέμε, σας το ορκίζομαι, αυτός τον έριξε τον ξένο, εγώ μετά έφυγα, έφυγα τρέχοντας σας λέω, μη με κοιτάζετε έτσι σας παρακαλώ, καταλαβαίνω το ύφος σας, ακόμα και όταν έφευγα του ’ριξα μια ματιά να δω τι κάνει, αν έχει πάρει χαμπάρι τι συμβαίνει, τίποτα, στα αρχίδια του όλα σας λέω, αμετανόητος, συνέχιζε να ανεβοκατεβάζει τη πέτρα και να κλαίει να κλαίει με λυγμούς με δάκρυα δυνατά κι’ ατελείωτα ουρλιάζοντας τις ασυναρτησίες του, για αυτό κυρ αστυνόμε, πιάστε τον τρελό και αφήστε με ’μενα, γράψτε μου ένα χαρτί να φύγω, είναι και άγιες μέρες, αφήστε με σας παρακαλώ…
Ν.Σ.