Στοίχειωμα

L’homme est un adolescent diminué.

M. Houellebecq

Σάββατο βράδυ, νύχτα πανσέληνη, καθισμένοι αναπαυτικά σε θέσεις καβατζωτές. Ένα απαλό ανοιξιάτικο αεράκι ραπίζει γλυκά το πρόσωπό μου. Είχα κάνει τη σωστή επιλογή: ταινία σε θερινό σινεμά – ό, τι πρέπει για πρώτο ραντεβού. Θα βλέπαμε τη Gilda με τη Rita Hayworth. Φιλμ νουάρ που έχω ξαναδεί. Θυμάμαι τα φώτα να σβήνουν και μια αίσθηση κυριαρχίας να με κατακλύζει: το δεξί μου χέρι έχει αρπάξει το πρώτο nachos, ετοιμάζεται να το βουτήξει στη ζεστή σάλτσα cheddar που είχα προσεκτικά σφηνώσει στο κενό ανάμεσα στα πόδια μου· το αριστερό, κουλουριασμένο στη μέση της, έτριβε αργά, λικνιστικά το μέρος κάτω απ’ τον αφαλό. Ήμασταν στα μέσα περίπου της ταινίας όταν η Rita Hayworth, ως Gilda, βγήκε τραγουδώντας το μνημειώδες «Put The Blame On Mame». Μια αίσθηση δυσκαθόριστου φόβου διέκοψε αυτοστιγμεί τη γαλήνη μου. Ξεροκατάπια. Ένα μάτσο συγκεχυμένες εικόνες συνωθούνταν ακαριαία στο κεφάλι μου: ο Lion King, δόντια λεπίδες, η μάνα μου να μου κρατά το χέρι, οι φίλοι μου στην κατασκήνωση, η Μαρία με κοιτά ντροπιασμένη,  μεγάλα δέντρα, ησυχία, ποπ-κορν, σοκολάτες – δεν καταλάβαινα. Όταν έστρεψα την προσοχή μου πάλι στην ταινία, ένιωσα το πάτωμα να σείεται. Κοίταξα γύρω μου: τα πλατάνια μάκραιναν επίφοβα· φράουλες και βελανιδιές φύτρωναν στις καρέκλες, ανθίζανε αγνοώντας τις εποχές· τα κλαδιά τους υψώνονταν σαν χέρια με δάχτυλα λεπτά, ξερακιανά – τριχωτές ουρές σχηματίζονταν στις άκρες τους· στις ρίζες τους έβλεπα σκαλισμένα πιθηκόμορφα πρόσωπα, με κοίταζαν γελώντας περιφρονητικά. Η φωνή της Hayworth ήταν εχθρική, απειλητική, ηχούσε σαν οργισμένος ύμνος εξαντλημένων απ’ τη μάχη στρατιωτών. Ουρλιάζανε επινίκια με φωνές ξερές, φυματικές. Στο πρόσωπό μου ένιωθα να κυλούν οι αιμοπτύσεις τους. Έπιασα το μέτωπό μου· είχα ιδρώσει. Το στομάχι μου ανακατευόταν· ήθελα να ξεράσω. Προσπάθησα  να κλείσω τα μάτια, τα αυτιά, να ξυπνήσω απ’ τον εφιάλτη που ζούσα. Έσφιξα τα πόδια μου πιέζοντας με τις άκρες των φτερνών στο δάπεδο. Αντί για χαλίκια στηρίχτηκα σε έδαφος σπαρμένο με τα απομεινάρια του ηττημένου τάγματος: δόντια, μάτια, σπόνδυλοι και κρανία σκορπισμένα τριγύρω· τα έσπρωχνα με το πόδι μου. Πήρα βαθιά ανάσα και της είπα απελπισμένος: «πρέπει να φύγουμε».΄Ημουν οριστικά και επίσημα μια λούγκρα. Μου γύρισε το βλέμμα: της φάνηκα σίγουρα αξιολύπητος. Απλώνοντας το χέρι της άρπαξε μια φράουλα και μου την σφήνωσε προσεκτικά στο χάσκον στόμα μου. Τη μάσησα με βουλιμία κλαίγοντας γοερά. 

 

Ν.Σ.

*η εικόνα: “Le cyclope”, λιθογραφία του Odilon Redon. 

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τα ανεκτέλεστα έργα

Στον Δημήτρη, για όσα δεν προλάβαμε Ζωή δεν είναι μονάχα...

«Άλμα ανόδου του ΕΚΠΑ» και άλλες τέτοιες ασυναρτησίες

Για όσους/ες είμαστε ακόμη στα Πανεπιστήμια τρώγοντας εκεί τις...

Aνάθεμα στην ποίηση

Ό,τι αγαπώ το υπερασπίζομαι. Τη δουλειά, τους οικείους, το...

Ερμηνεύοντας θανάτους: Goodbye, Lindita

Μου πήρε δυο βδομάδες να συνέλθω. Το λες και...