Οι μεγάλοι άνθρωποι θα τιμηθούν στην ιστορία, ο καθένας τους όμως υπήρξε μεγάλος ανάλογα με την ελπίδα του. Ο ένας υπήρξε μεγάλος στην ελπίδα της αναμονής του εφικτού, ο άλλος ελπίζοντας τα αιώνια. Ο μεγαλύτερος απ’ όλους όμως, υπήρξε εκείνος που καρτέρεσε το ανέφικτο.
Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Φόβος και Τρόμος
Η Ελπίδα ήταν τελικά μια ξεκωλιάρα.
Έφτασε ξεπαγιασμένη από την ταλαιπωρία της ανάβασης, με τα γούνινα μποτάκια της και τα μακρυά μανικιουραρισμένα νύχια.
Μπήκε στο αποπνικτικό δωμάτιο
(εμείς το είχαμε καταλήξει έτσι με τα χνώτα μας
και με τις πολλές μας απορίες – κάτι για μια σπηλιά θυμάμαι συζητούσαμε και για την πέτρα που έφραζε την είσοδο)
φέρνοντας μαζί της τον παγωμένο αέρα του βουνού – winter fresh.
Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της, για την ακρίβεια πάνω στον αριστοτεχνικό της κώλο, τα στητά της στήθη, τις όμορφες καμπύλες και τις λείες επιφάνειες που διαγράφονταν κάτω από το εφαρμοστό κολλάν.
Αν σήκωνες τα μάτια σου παραπάνω – για το Θεό όμως, γιατί να το κάνεις αυτό; – θα συναντούσες τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα από το κρύο και τον κόπο
λίγο πιο πάνω τα μάτια, ορθάνοιχτα, σαν σε σοκ, με έναν τόνο μάσκαρα να προσπαθεί να τα ηρεμήσει.
Έπειτα το μέτωπο, προκλητικό, όπως το εξέθεταν τα επιμελώς χτενισμένα προς τα πίσω μαλλιά.
Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς, κανείς δεν φάνηκε να υψώνει το βλέμμα παραπάνω απ’ τα βυζιά της.
Κάπου εκεί ήταν που ξαφνικά οι συζητήσεις για τη σπηλιά έπαψαν.
Τα αναγνώσματα περί γαλανού ουρανού έκλεισαν απότομα και χάθηκε η σελίδα,
όσοι προετοιμάζονταν να βγουν στο χιόνι, σταμάτησαν να δένουν τις στολές τους.
Κι ως άλλη μιά άνω τελεία η πορεία του μικρού αγοριού, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έτρεχε εναλλάξ γύρω γύρω από τον εαυτό του, και γύρω γύρω από τη μάνα του, κυνηγώντας κάτι άφταστο στο φανταστικό του κόσμο, διακόπηκε βίαια
όταν το πρόσωπό του προσέκρουσε πάνω στα θεσπέσια κωλομέρια της Ελπίδας.
Επικράτησε ενός λεπτού σιωπή με κομμένη την ανάσα.
Όταν ο χρόνος ξανακύλησε, κι όλα ξαναβρήκαν τον ψεύτικο παλμό τους, την άκουσα να λέει στο φίλο της, έναν ευγενικό γορίλα, πως θα ήθελε κι εκείνη να διάβαζε λίγο περισσότερο γιατί την έκανε να νιώθει πιο έξυπνη.
Κατάλαβες, το πουτανάκι;
Το μπορεί να νανουρίζεται τα βράδια κι έρχεται και μας το τρίβει μες στη μούρη.
Μπιζέλι