Και είμαι, νιώθω, πια ένας μεγιστάνας του ελάχιστου
Γ. Σκαμπαρδώνης
Ήταν κάπου στα μέσα Ιουνίου όταν μπήκαμε στο «Θαλασσοπούλι», το καράβι της γραμμής που κατευθυνόταν στα δύο ερημικά νησάκια απέναντι απ’ την Αστυπάλαια, το Κουνούπι και τον Κουτσομύτη. Η άρον-άρον επιβίβαση έγινε κατόπιν παροτρύνσεως της Δημοτικής Αρχής, η οποία, απαυδισμένη απ’ τα αλλόκοτα καιρικά φαινόμενα και τη φρενιτιώδη αντίδραση των πολιτών, αναγκάστηκε να θέσει σε καραντίνα το νησί στέλνοντας για κάποιες μέρες τους κατοίκους στα κοντινότερα νησιά, ώστε να λάβει ανεμπόδιστη μέτρα προφύλαξης. Πράγματι, η Αστυπάλαια ανάδινε μία νοσηρή ατμόσφαιρα, που, σε συνδυασμό με μια σειρά από παράξενα συμβάντα, σε έκαναν να πιστεύεις ότι πρόκειται για μια εντελώς αφύσικη κατάσταση: τα λιγοστά δέντρα του νησιού έπαιρναν μόνα τους φωτιά εξαιτίας των καυτών αγέρηδων που τα περικύκλωναν, και, η αβάσταχτη ζέστη, απόρροια του ασφυκτικού καύσωνα, ήταν η αιτία ώστε πλήθος ζώων ‒ανάμεσα τους γάτες, σκύλοι και κατσίκες‒ να κείνται βαλσαμωμένα, σχεδόν αποτεφρωμένα από τη θερμοπληξία στα καλντερίμια και στις πλατείες του νησιού. Σμήνος από σφήκες και μέλισσες, μαζεύονταν γύρω από τα κουφάρια γλυκαίνοντας απ’ το αίμα τους.
Ο δήμαρχος με έκτατο διάγγελμα στην πλατεία του χωριού γνωστοποίησε την επικινδυνότητα της κατάστασης προτρέποντας τους πολίτες να λείψουν για λίγες μέρες έως ότου παρέλθουν τα απειλητικά καιρικά φαινόμενα.
Οι ώρες περνούσαν ανώφελα. Καθισμένος αναπαυτικά και αναστοχαζόμενος τα γεγονότα συνειδητοποιούσα ότι η απόκοσμη αυτή κατάσταση μου είχε εξάψει την περιέργεια δημιουργώντας παράλληλα μία ανυπόφορη ανυπομονησία για το τι θα επακολουθούσε· η αίσθηση αυτή εντεινόταν βλέποντας σύσσωμο το πλήρωμα και τους επιβάτες να βυθίζονται σε μία νεκρική σιωπή, φυσικό επακόλουθο της ανέλπιστης πορείας των διακοπών τους. Το «Θαλασσοπούλι» έπλεε σταθερά προς τον προορισμό του και δεν ακουγόταν παρά ο υπόκωφος παφλασμός των κυμάτων. Την αδιαπέραστη αυτή ησυχία διέκοπταν μόνο δύο ηλικιωμένες κυρίες, οι οποίες κουβέντιαζαν δυνατά, χασκογελούσαν, αντάλλαζαν αμφοτέρωθεν φιλοφρονήσεις για τα ρούχα, τα νύχια και τα μαλλιά τους (και οι δύο φορούσαν καλοχτενισμένες περούκες) ενώ ταυτόχρονα η μία εκ των δύο, χάιδευε στην αγκαλιά της ένα κανελί μικροσκοπικό Τσιουάουα. Το σκυλάκι, φανερά ενοχλημένο από τη ζέστη και το σφιχταγκάλιασμα της αφεντικίνας του, μάταια προέβαινε σε απόπειρες απεγκλωβισμού, αφού με το που το ένιωθε η κυρά του να σαλεύει, αμέσως, με μία μακρόσυρτη φωνή που θύμιζε κρώξιμο χήνας, τσίριζε «Εδώ, Λίλη, εδώ!» Το «Θαλασσοπούλι» ζύγωνε στην ακροθαλασσιά, όταν ξαφνικά, λες και βρισκόμασταν θύμα μιας σκοτεινής θεϊκής σκευωρίας, ο πνιχτικός καύσωνας και οι καυτοί αγέρηδες κατέκλυσαν εκ νέου την ατμόσφαιρα· τα μάτια όλων στράφηκαν στην κυρία με το σκυλάκι: η Λίλη με κοφτές αναπνοές που ακούγονταν σαν επιθανάτιοι ρόγχοι, προσπαθούσε να ανασάνει ενώ η γριά καλούσε το πλήθος να δράσει. Και τότε έγινε το αναπάντεχο: το σμήνος με τις μέλισσες εμφανίστηκε πάνω από το ετοιμοθάνατο σκυλί, το οποίο, προσπαθώντας να σωθεί, σπαρταρούσε νευρικά, με αποτέλεσμα μία μέλισσα να το τσιμπήσει. Αίφνης, η Λίλη έγινε κατακόκκινη, σαν μπαλόνι φούσκωσε και, σαν να ανέβαινε μία αόρατη ανεμόσκαλα εξυψωνόταν αργά και σταθερά στον άχρωμο ουρανό ενώ, οι τσιριχτές ικεσίες της αφεντικίνας της συνόδευαν την άναυδη προσήλωση του φιλοθεάμονος κοινού που κοιτούσε σαστισμένο την ανάληψη της Λίλη στα υψίπεδα των ουρανών.
Ν.Σ.
Καλοκαίρι 2017