Το καλοκαίρι ήρθε.

Το καλοκαίρι ήρθε.

[…] Ο καιρός, εδώ, δεν μετράει, ένας χρόνος  δεν λογαριάζεται, δέκα χρόνια είναι ένα τίποτα. Καλλιτέχνης θα πει: να μη μετράς, να μη λογαριάζεις, να ψηλώνεις όπως το δέντρο, που δε βιάζει το χυμό του, που αδείλιαστο αψηφάει τις ανοιξιάτικες μπόρες, χωρίς να φοβάται μη δεν έρθει το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι έρχεται. […]

Ρ.Μ. Ρίλκε, Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή

 

Εν μέσω καύσωνος και αυπνίας, σκεπτόμενος το τρίτο πόδι του ανεμιστήρα που είναι έτοιμο να λασκάρει ξανά και να αφήσει το υπνοδωμάτιο να πνιγεί στη βράση, με θέα τους λόφους των σκουπιδιών της πόλης που ζέχνει, ο Σ.  χαζεύει απ’ το παράθυρο του τρόλλευ το καλοκαίρι, όπως το χαζεύεις κι εσύ. Όπως το χαζεύουν όλοι όσοι το περίμεναν, και τώρα που ήρθε επιτέλους ξανά, δεν ξέρουν τι να το κάνουν.

Με έπεισαν! Ποιοι όμως; Δεν ξέρω, αλλά με έπεισαν! Μου πιπίλησαν το κεφάλι τόσο πολύ πως χρειάζομαι. Χρειάζομαι την αγάπη, κάποιες συγκινήσεις, έναν καθηλωτικό οργασμό κι ένα ερκοντίσιον. Χρειάζομαι το δεκαήμερο των εκπτώσεων, ένα ειλικρινές χάδι και αστυνομικά διηγήματα. Χρειάζομαι διακοπές. Αλλά κυρίως τις συγκινήσεις. Την Τέχνη!
Την προσπάθεια ερμηνείας αλλά και το ατόφιο αίσθημα. Να γνωρίζω πού πατάω ,να παραδέχομαι όμως και τα ένστικτα, να αφουγκράζομαι, να κρίνω, να καταλήγω, να ασπάζομαι, να γαμάω καλά, κι όταν δεν γαμάω καλά, πάλι καλά να νιώθω.
Πράγματι αν υπάρχει μια υποψία ζωής σε κάτι πέρα από τα χέρια και τα μάτια, τότε ίσως αυτή η ζωή ενεργοποιείται με κάτι από τα παραπάνω.
Αλλά τι κρίμα που δεν μου είπε κανείς την αλήθεια.
Για τη θάλασσα και την ησυχία.
Την αποδοχή και την ειρήνη.
Για όλες τις βαρκούλες που πηγαινοέρχονται όπως τις πάει το κύμα.
Για την πέτρα που είναι πέτρα είτε προσεύχομαι, είτε βιάζω, είτε βιάζομαι.
Ξέχασαν να μου πουν – προφανώς το ξέχασαν, δεν το αμέλησαν, ούτε μου το έκρυψαν εσκεμμένα-
ότι κανείς δεν ενοχλήθηκε ποτέ. Απλώς τα νοήματα χάσκουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας κι ό,τι είναι, είναι, γιατί έτσι συνέβη.

Α, μα πόσο αδικημένη η ησυχία, τη θυμάμαι συχνά εν μέσω ραστώνης. Την αναπολώ, όπως τα κρύα σύκα που ξεφλούδιζε η γιαγιά μετά τον μεσημεριανό ύπνο, πριν το απογευματινό μπάνιο.
Θα έπρεπε να μας προετοίμαζαν λίγο καλύτερα, δεν νομίζεις; Θα έπρεπε να την ζητάμε περισσότερο την ησυχία.
Να ήμαστε πιο έτοιμοι γι ’αυτήν, πιο ικανοί.
Να κάτι δύσκολο.
Να μια μοίρα.

 

Το τρόλλευ είχε μπει για τα καλά πια στην παραλιακή.
Εκ δεξιών, απλωνόταν η βρόμικη θάλασσα του Φαλήρου. Εξ αριστερών, έργα του τραμ, κίνηση, κορναρίσματα, κακόγουστα ντυμένες γυναίκες των πενήντα και άνω, ημίγυμνες κορασίδες καθοδόν προς την κοντινότερη «πλαζ» με τα smartphones ανα χείρας και τα hashtags έτοιμα να πυροδοτήσουν την ευτυχία της καλοπέρασης, της ανεμελιάς και τέλοσπάντων της ζωής που ήρθε επιτέλους! Μαζί με το καλοκαίρι. Για δες… Υπάρχουν και κάποιοι που ξέρουν τι να το κάνουν τελικά.

Μπιζέλι

Author

Η Σόφι είναι ένα κορίτσι που διαβάζει, γράφει, τραγουδάει και μαθαίνει πιάνο σε παιδιά. Θα ήθελε να είχε σπουδάσει φυσική και μια μέρα να ξυπνήσει έχοντας διαβάσει όλη την φιλοσοφία, χωρίς τον κόπο.