Το Μπρελόκ Γουρούνι

 

Στη Μαρία, τη μόνη που εκτίμησε

 

Τα πράγματα, τα αντικείμενα και οτιδήποτε ονομάζουμε σχηματικά ως «ύλη» δεν είναι νεκρές παρουσίες και δεν υπάρχουν καθαυτά. Υπάρχουν μόνο στο βαθμό που τους αποδίδεται ένα νόημα από μένα, εν προκειμένω, υπάρχουν χάρις σε μένα και μόνο για μένα. Δίνοντας σημασία σε αντικείμενα αγνοημένα, άνευ ιδιαίτερης χρηστικής αξίας ξυπνάω, ως άλλος αλχημιστής, τη ζωοφόρο δύναμη που υπνώττει εντός τους ανασύροντας τις μαγικοθρησκευτικές τους ιδιότητες. Ανακαλύπτω στο μπρελόκ γουρούνι το λησμονημένο είναι των παιδικών μου χρόνων: την φαινομενικά αμετάκλητη και ανεπίστρεπτη ζωτικότητα, την παιδική αφέλεια και την ξεγνοιασιά, την πέρα από το καλό και το κακό αθωότητα της αδιάφθορης ψυχής μου, τον δικό μου χαμένο παράδεισο. Πρόκειται για φιλοσοφική άσκηση, στιγμιαία στην διάρκεια της, που επιτρέπει να ξεφύγουμε απ’ την φθαρτότητα των πραγμάτων και να ιδούμε την ύλη ως έχουσα ψυχή ζώσα. Αναγνωρίζοντας λοιπόν τι ανακινείται μέσα μου αποφάσισα να τα εντάξω όλα σε ένα παρόν πρωτοβουλίας.

Μιλάω για μια καλοσμιλεμένη γουρουνοκεφαλή, με ροδοκόκκινα φουσκωμένα μαγουλάκια πιτσιλισμένα με ροζ φακίδες, και με μια μεγάλη μύτη ακριβώς στο κέντρο του προσώπου. Τα εξόφθαλμα γαλανά ματάκια, παρότι απολύτως ακίνητα και απλανή, καταδικασμένα να ατενίζουν το συμπαντικό υπερπέραν, έχουν μια έκφραση αρρήτου λύπης και εκπλήξεως. Σώμα δεν έχει· είναι όλο ένα κεφάλι. Τα ροζ αυτάκια του, παρότι προσεκτικά τοποθετημένα και μικροσκοπικά φαίνονται σαν παρατεντωμένα, χαρακτηριστικό που σε συνδυασμό με τις κερατοειδείς προεξοχές στην κορυφή της κεφαλής (τολμηρή καινοτομία του δημιουργού) δίνουν σ’ αυτή τη φιλήσυχη κατά τα φαινόμενα μορφή κάτι το σατανικό, κάτι το επίφοβο και απρόβλεπτο. Και πράγματι· από το μέσα του εκπηδά μία στριγκή φωνή ανέλπιστα ισχυρή και διαπεραστική που αντηχεί ως το επιθανάτιο ρουθούνισμα μιας άλλοτε σφύζουσας ψυχής. Ενόσω ακούγεται αυτή η ιαχή, τα έγκατα της μύτης φωτίζονται από ένα κόκκινο φωσφορίζον χρώμα. Για να ακουστεί η κραυγή και να ιδωθεί το κόκκινο χρώμα των ρουθουνιών φτάνει μόνο να πατήσεις παρατεταμένα μια άσπρη μπιλίτσα που βρίσκεται κολλημένη στον αυχένα.

Ξεκίνησα λοιπόν τα πειράματα θέλοντας να δοκιμάσω τις μαγικές ιδιότητες του μπρελόκ και την επενέργεια που ασκεί πάνω μου. Αλώνιζα στους δρόμους της Αθήνας, κατά προτίμηση σε πολυσύχναστους πεζόδρομους, φορούσα μεγάλα ακουστικά ακούγοντας τάχα μου μουσική ώστε να μην γεννώ υποψίες, και είχα τα χέρια φυλαγμένα στις τσέπες του μπουφάν. Το δάκτυλο διαρκώς τοποθετημένο στον αυχένα της γουρουνοκεφαλής. Είχα στοχεύσει το θύμα μου: ήταν μία νέα μαμά που πήγαινε βόλτα το μωρό της. Το μωρό κοιμόταν ήσυχο στο καρότσι του. Ένα τούλι το κάλυπτε με αποτέλεσμα να διακρίνεται μετά δυσκολίας. Περνώντας δίπλα από την όμορφη κυρία με ένα απότομο άγγιγμα πυροδοτώ την ιαχή· το μωρό αρχίζει να ουρλιάζει απόκοσμα λες και του χουν σφηνώσει μαχαίρι στα σκέλια· η μαμά γυρνάει γρήγορα το κεφάλι να διαπιστώσει την προέλευση του περίεργου ήχου, η κραυγή του μωρού δεν της αφήνει όμως περιθώρια και σπεύδει κοντά του να το ηρεμήσει με θωπείες και γλυκόλογα. Το μωρό συνεχίζει να σκούζει, ενώ περαστικοί έχουν μαζευτεί γύρω απ’ τη μαμά, τάχα για να τη βοηθήσουν, περισσότερο όμως για να κοιτάξουν από κοντά τον ωραίο της κώλο. Εγώ απομακρύνομαι κουνώντας ακανόνιστα το κεφάλι μου στους ρυθμούς της μουσικής που δεν ακούω. Νιώθω την χαιρέκακη ικανοποίηση της αδιάφθορης αθωότητας του παιδιού, το ένοχο ρίγος που έπεται της ενοχλητικής σκανδαλιάς· το μυστικό της τελειότητας του ψέματος που κρύβει το κακό υποκινούμενο απ’ τη ζώσα ψυχή της θαυματουργής γορουνοκεφαλής.

Η επιτυχημένη πρώτη απόπειρα γέννησε αυτομάτως προσδοκίες για την επόμενη. Αυτή τη φορά βρίσκομαι στο μετρό. Σάββατο πρωί, ώρα αιχμής, πανικός στο τελευταίο βαγόνι. Ίδια αμφίεση, ίδια τακτική: μεγάλα ακουστικά, τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν ετοιμοπόλεμα. Φοράω και κουκούλα. Σφηνωμένος ανάμεσα σε κορμιά και υψωμένες μασχάλες, και μη βρίσκοντας μια ενδιαφέρουσα συγκυρία αρχίζω να μετανιώνω την παρουσία μου εκεί.  Μέχρι που στην επόμενη στάση ο κόσμος ψιλο-αραιώνει και μπαίνει μια νεαρή κοπέλα κρατώντας ένα κανίς γκριφόν με ροζ φιόγκο στο κεφάλι. Βλέπω ότι φοράει και ένα ροζ βρακάκι —  έχει πιθανότατα περίοδο, δεν πιστεύω να του το ’χει βάλει για μόστρα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα μπαίνει φουριόζος και ένας κοντός πολύ μυώδης τύπος. Μάλλον είναι μαζί. Βλέπω το κανίς να ’ναι ανήσυχο, να τραβάει συνεχώς το λουρί του και τη κοπέλα να αδιαφορεί απασχολημένη μιλώντας ψιθυριστά στον τύπο . Προετοιμάζομαι: χαϊδεύω το κεφάλι του μπρελόκ, κοιτάω γύρω μου εξεταστικά και πυροδοτώ: η ιαχή σαν να ακούγεται πιο διαπεραστικά, πιο δυνατά από ποτέ φέρνει πανικό και ανησυχία στο βαγόνι, όλοι γυρίζουν και με κοιτάνε έκπληκτοι, αγανακτισμένοι, επίφοβοι. Αρχίζω να ντρέπομαι, να ντρέπομαι πολύ ίσως και να φοβάμαι. Αφήνω το χέρι μου απ’ το κουμπί, αλλά ο ήχος δεν σταματά, δεν σταματά συνεχίζεται ο ίδιος ο ίδιος και ακόμα δυνατότερος, ίσως και πιο δυνατός. Πανικός. Ο σκύλος τώρα γαυγίζει γρήγορα σπασμωδικά βίαια και χοροπηδάει χοροπηδάει λυσσασμένα ανυπόμονα τα μυτερά του δόντια φανερώνει και το ρουθούνισμα συνεχίζεται συνεχίζεται δεν σταματά δεν σταματά όλο και πιο δυνατά όλο και πιο διαπεραστικά ο σκύλος γαυγίζει γρήγορα γρήγορα όλο και πιο γρήγορα μια γριά μπροστά του της μπήγει τα δόντια ουρλιάζει η γριά ουρλιάζει η κοπέλα ουρλιάζει ο σκύλος ουρλιάζει το γουρούνι ουρλιάζω και γω και ο ήχος ίδιος ίδιος και πιο δυνατός και πιο διαπεραστικός ο ήχος δεν σταματά όλο το βαγόνι τρίζει τρίζει πανικός φοβάμαι ντρέπομαι ντρέπομαι πολύ πάρα πολύ ο ήχος δυνατά και πιο δυνατά η γριά ουρλιαχτά ο σκύλος με πλησιάζει ο τύπος έξαλλος ο τύπος με υψωμένη τη δεξιά γροθιά ντρέπομαι ντρέπομαι πολύ φοβάμαι

… ο ήχος… δυνατά… δεν σταματά… το πόδι της γριάς… ο σκύλος… πανικός… δεν σταματά… δροσιά… φως… λίγο φως!

 

……………………………………………………………………………..

 

 

Το μπρελόκ γουρούνι βρίσκεται τώρα ακουμπισμένο στο κομοδίνο μου, δωμάτιο 404 στο ΚΑΤ. Ενίοτε το φέρνω κοντά μου και του χαϊδεύω τον αυχένα, έτοιμος πάλι να πυροδοτήσω την ιαχή.

Συχνά τον βάζω και πάνω στη κοιλιά μου χωρίς όμως δυστυχώς να στέκεται και αναγκάζομαι να τον στερεώσω βάζοντάς του αντίσταση κάποιο βιβλίο.

Το κοιτάω και με κοιτάει.

Μου χαμογελάει.

Ανταποδίδω.

Ν.Σ.

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Άλμα ανόδου του ΕΚΠΑ» και άλλες τέτοιες ασυναρτησίες

Για όσους/ες είμαστε ακόμη στα Πανεπιστήμια τρώγοντας εκεί τις...

Aνάθεμα στην ποίηση

Ό,τι αγαπώ το υπερασπίζομαι. Τη δουλειά, τους οικείους, το...

Ερμηνεύοντας θανάτους: Goodbye, Lindita

Μου πήρε δυο βδομάδες να συνέλθω. Το λες και...

Για ένα τελευταίο βλέμμα. «Περασμένες ζωές» («Past Lives»)

  «Τι θα γινόταν αν;» - Δεν ξέρω - Ούτε εγώ *** Αναρωτιέμαι: «τι...