Τις έριχνα κλεφτές ματιές καθώς επέπλεε πάνω στο ροζ στρώμα αναδυόμενη και βυθιζόμενη. Ένα τέλεια ακούνητο πτώμα με άσπρο βρακάκι μπάνιου και μαύρο καπέλο φεντόρα που απομακρυνόταν αργά και ακίνδυνα από την ακτή. Έμοιαζε απόλυτα γαλήνια, μπορεί και να κοιμόταν. Οποία απόλαυσις να σε νανουρίζει ο νωχελικός παρεμβατισμός των κυμάτων, ενώ ευπρόσδεκτες δροσερές σταγόνες στην πλάτη απαλύνουν κάπως το κάψιμο του ήλιου.
Αφού την χάζεψα αρκετή ώρα αποφάσισα να την πλησιάσω, κάπως καυλωμένος είναι η αλήθεια. Άφησα στο πλάι τον Ουελμπέκ με την ελπίδα να τον ξαναβρώ και πήρα τον χρόνο μου ώστε να συνηθίσει το σώμα μου τη διαφορά θερμοκρασίας. Όπως μου είχε εξηγήσει ένας φίλος το προηγούμενο βράδυ, τα περισσότερα εμφράγματα στη θάλασσα προκαλούνται όχι από την απότομη άσκηση, αλλά από τη διαφορά θερμοκρασίας ‒αυτή είναι που κάνει την καρδιά να κάψει μπιέλα στην πραγματικότητα.
Τελικά βούτηξα και με τέσσερα πέντε μακροβούτια βρέθηκα κοντά της. Πιάστηκα από το μαξιλάρι με καλοκαιρινή παιχνιδιάρικη διάθεση και αφού κοίταξα τον κώλο της από συνήθεια για μερικά δευτερόλεπτα, έκανα να τη φιλήσω. Αυτή, για κάποιο λόγο που δεν είχα εξιχνιάσει ακόμα, αντί να ανταποκριθεί στο διονυσιακό κλίμα που προσπαθούσα να καλλιεργήσω, παρέμενε με το κεφάλι κάτω κάνοντας κινήσεις που μου έδιναν την εντύπωση ότι προσπαθούσε να με αποφύγει. Ανεπαίσθητα εχθρικά κουνήματα των χεριών και τραβήγματα του κεφαλιού ανάδιναν μια μάλλον εχθρική διάθεση που ενώ η διαίσθησή μου την αναγνώριζε, ο εγκέφαλός μου ήταν αδύνατον να την κατατάξει σε κάποιο γνωστό σχήμα και να την ερμηνεύσει.
Λίγο πριν προβώ σε μια έσχατη προσπάθεια προσέγγισης αναρωτήθηκα γιατί άφησα το βιβλίο μου. Με τα πολλά η μικρή σήκωσε το κλαμένο της κεφάλι. Ώστε αυτό ήταν! Το μούτρο της ήταν κατακόκκινο και πρησμένο, τα μάτια της λες και είχαν μικρύνει στην περίμετρό τους και είχαν αποκτήσει άγνωστες γωνίες, ενώ οι βολβοί τους, πιο στρογγυλοί από ποτέ, έτοιμοι να πεταχτούν από τις τρύπες τους σαν μικρά ψαράκια που λίγο πριν σηκωθούν τα δίχτυα καταφέρνουν να ξεγλιστρήσουν, γυάλιζαν περισσότερο και από την παστωμένη με λάδι-μαυρίσματος-άρωμα-μάνγκο πλάτη της.
Καθώς προσπαθούσα να ανασύρω ‒με την ενστικτώδη ταχύτητα που αποκομίζεις με την εμπειρία των ετών‒ τα κατάλληλα λόγια που θα παρηγορούσαν τη φιλεναδούλα μου, αναρωτήθηκα πώς θα αξιολογούσα το περιστατικό αργότερα, όταν ήρεμος θα έκανα τον απολογισμό της ημέρας. (Είναι κι αυτό ένα προνόμιο της ηλικίας, έχεις καταλάβει πλέον ότι και η πιο σκατένια μέρα θα περάσει κάποια στιγμή κι εσύ θα βρεθείς επιτέλους πάλι στο κρεβάτι σου όπως κάθε βράδυ περιμένοντας τον ήλιο μεγαλειώδη και αμείλικτο να ξημερώσει θριαμβευτικά μια καινούρια μέρα γεμάτη νέες προοπτικές, ακόμα πιο σκατένια από τη χτεσινή). Πώς θα αξιολογούσα λοιπόν αυτή τη μικρή σκηνή στην οποία μπλέχτηκα, όπως όλα έδειχναν, από μία έλξη προς τους μπελάδες; Αφού αν είχα αρκεστεί στην ανάγνωσή μου, το πιο συναρπαστικό πράγμα που θα είχε συμβεί κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν να κάτσει πάνω στα πόδια μου κάτι μυγοειδές κάνοντάς με να προβληματιστώ για το αν θα άξιζε τον κόπο να σηκώσω την παλάμη μου και να το ενοχλήσω, αφού τελικά δεν με βάραινε και τόσο.
Λοιπόν, τι είδους γυναίκα κάνει κάτι τέτοιο; Τι είδους γυναίκα παίρνει το ροζ στρώμα θαλάσσης και πάει και ξανοίγεται για να κλάψει; Και τι κλάμα ήταν αυτό ανακατεμένο με άρωμα μάνγκο; Πόσο κλάμα ήταν αυτό στην πραγματικότητα; Τη φαντάστηκα τη στιγμή που ήρθε ξαφνικά και την κατέλαβε η θλίψη∙ γιατί αναμφισβήτητα κάποιο έστω και αμελητέο ποσόν θλίψης θα πρέπει να συνέβαλε σε όλα αυτά. Τη φαντάστηκα να μελαγχολεί, λοιπόν, για λίγο και ύστερα να συλλαμβάνει το σχέδιο. Πρώτα βέβαια έβαλε επιμελώς αντηλιακό, ώστε να προλάβει να απορροφηθεί, ύστερα έλεγξε την πίεση του στρώματος και πρόσθεσε λίγο αέρα τα ήθελε όλα στην εντέλεια, ώστε να μην την αποσπάσει τίποτα εκείνη την ώρα. Ύστερα θα πήρε το καπέλο, θα ξάπλωσε στο στρώμα, που έτριξε στην επαφή με το δέρμα της, πήρε λίγη φόρα κάνοντας τα χέρια της κουπιά ‒ και, μετά τι; Ίσως για λίγο προσπάθησε να θυμηθεί τι ήταν αυτό που την έφερε μέχρι εκεί. Η αρνητική σκέψη επανήλθε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, δεν είχε περάσει άλλωστε και τόση ώρα, σ’ αυτήν πρόσθεσε πολύ γρήγορα κι άλλα ισοδύναμα συντάγματα, μέχρι που τελικά το δράμα της ήταν αρκετά αβάσταχτο ώστε να μπορεί επιτέλους να αναλάβει το ρόλο της κλαίουσας γοργόνας.
Εντωμεταξύ είχα ανακαλέσει επαρκείς παρηγόριες όπως πίστευα, αλλά κάτι με εμπόδιζε να τις ξεστομίσω ώστε να τελειώσει αυτή η γελοιότητα μία ώρα αρχύτερα. Ποιος ήμουν άλλωστε εγώ να κάνω κάτι τέτοιο; Ας αποφάσιζαν οι συντελεστές. Κοίταξα για μια ακόμα φορά τον κώλο της προτού βυθιστώ καθέτως ολόκληρος στο νερό, κι όταν μου φάνηκε πως έπιασα το κατάλληλο βάθος ευθυγραμμίστηκα με τον βυθό και κατευθύνθηκα αργά προς την ακτή χαζολογώντας στη διαδρομή.
Συνέχισα το διάβασμα από κει που είχα μείνει. «Σήμερα συναντάς ό,τι να ναι από κοπέλες», εξηγούσε ο συγγραφέας.
Πρίγκιψ Κρίνος