Στάθηκε σιωπηλή πάνω από τη σαλάτα που είχε μόλις κόψει. Το λάδι, καθώς και κάποια φρούτα, τα παίρναμε συνήθως απ’ τη μάνα σου. Τώρα που φεύγεις, αγνοώ τι θα συμβεί με τη συνδιαλλαγή αυτή για μένα, μιας που τη μάνα σου δεν τη γνώρισα τελικά ποτέ. Ωστόσο λάδι θα βρω εν τέλει, τώρα που φεύγεις και αντίο, κι αν όχι από τη μάνα σου, από κάποιον ∙ φρούτα, να ξέρεις, δε με νοιάζει ∙ λες κι έτρωγα ποτέ…
Όμως αυτά, τα πρακτικά, τα σκέφτεται τη μέρα. Τη νύχτα αναρωτιέται άλλα, πιο χαζά, όπως τι θα απογίνει όλος αυτός ο χώρος που θα αφήσει πίσω εκείνο το φλιτζάνι, το αγαπημένο.