Στον Φωκά
Με το Όρουτς Ρέις να κόβει βόλτες στο Αιγαίο, τα κρούσματα του κορονοϊού να σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και τις κλίνες των νοσοκομείων να έχουν γεμίσει ασφυκτικά, η φετινή επέτειος της 28ης Οκτωβρίου πόρρω απείχε από τον συνήθη χαρακτηρισμό ως «ημέρα μνήμης και εθνικής περηφάνιας»∙ περισσότερο έμοιαζε με αιφνίδια ηλιοφάνεια εν μέσω γενικευμένης κακοκαιρίας. Η κυβέρνηση, ωστόσο, θέτοντας ως πρώτο μέλημα την τόνωση του εθνικού μας φρονήματος και αγνοώντας επιδεκτικά τις προειδοποιήσεις επιδημιολόγων και αρμόδιων γιατρών, αποφάσισε την κανονική διεξαγωγή παρελάσεων. «Οι τουρκικές προκλήσεις και ο υγειονομικός κίνδυνος δεν μας τρομάζουν. Σε κάθε είδους απειλές απαντάμε με τόλμη και γενναιότητα» – αυτά ήταν λέξη προς λέξη τα λόγια του κυβερνητικού εκπροσώπου όταν κλήθηκε να απαντήσει στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων, οι οποίοι δυσπιστούσαν για την ορθή κρίση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ενθαρρυμένος από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και με μια γεύση εκδίκησης να μου γλυκαίνει το στόμα κατέβηκα και γω να παρακολουθήσω την πομπή των λαμπρών μας νέων. Το κλίμα ήταν εορταστικό, ενθουσιασμένος κόσμος συνέρρεε διαρκώς, σημαίες και τύμπανα έδιναν στην περίσταση την τελετουργική διάθεση που της αρμόζει∙ τότε ξαφνικά μια καταιγίδα έσκισε τον ουρανό στα δύο. Την καταιγίδα αυτήν διαδέχτηκαν και άλλες καταιγίδες οι οποίες με τη σειρά τους προκάλεσαν μεγάλα ύψη βροχής. Η παρέλαση παρ’ όλα αυτά όχι μόνο δεν διεκόπη, αλλά συνεχίστηκε με ακόμη μεγαλύτερη ένταση: οι σημαίες ανέμιζαν όλο και πιο περήφανα, τα ποδοπατήματα ηχούσαν όλο και πιο εορταστικά, όλο και πιο δυνατά. Τότε παρατήρησα ότι η βροχή είχε μουσκέψει τα ρούχα των μαθητών κάνοντάς τα να κολλάνε πάνω τους διαγράφοντας έτσι απτά τα νεανικά τους θέλγητρα: στα παντελόνια των ανδρών το βλέμμα έπεφτε ακαριαία στο φουσκωμένο υπογάστριο∙ προτάσσοντας τα σφύζοντα ρόπαλα, με βλέμμα φωτεινό, ασάλευτο ακλουθούσαν την πομπή που έσερναν οι όμορφες κορασίδες∙ τα άσπρα πουκάμισα των γυναικών, μουσκεμένα από την βροχή, είχαν κολλήσει πάνω στο στήθος τους τονίζοντας τις σουβλερές εν εκστάσει ρόγες. Οι νεανικοί σφιχτοί γλουτοί τους, άσυλο των πιο λάγνων απολαύσεων. Μια υπόσχεση επικείμενης ηδονής με γέμιζε ελπίδα για το μέλλον, ένα μέλλον φωτεινό, ένα μέλλον λαμπρό, δημοκρατικό, ελπιδοφόρο. Όταν η παρέλαση πλησίαζε την εξέδρα των επισήμων οι ζητωκραυγές και τα τύμπανα ξαφνικά σταμάτησαν∙ αγχωμένοι κοιτούσαμε μια ο ένας τον άλλον μια τη διέλευση της πομπής. Και τότε, παραδομένος στην αιφνίδια αυτή αποκάλυψη, υποτασσόμενος στη θέα αυτού του μεγαλείου, ανέκραξα έμπλεος εθνικής περηφάνιας: «Μια βροχή χρειάζεται ώστε αυτή η μέρα να γίνει μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».[1]
ΝΣ
[1] Ο στίχος από την «Οδό Φιλελλήνων» Ανδρέα Εμπειρίκου.