Κάθομαι μόνος και διαβάζω δίπλα στο παράθυρο ενός καφέ, βρίσκομαι στο Σαν Κριστόμπαλ, στην πολιτεία Τσιάπας. Δίπλα μου δεν υπάρχει κανείς, μονάχα στον καναπέ, αντικριστά μου, ένα κοντόχοντρο παγκ κοιμάται και πότε-πότε ροχαλίζει. Κιθάρες, τύμπανα και βιολιά, φωνές και τραγούδια διακόπτουν την ησυχία μου, «κάποια παρέλαση», σκέφτομαι, «ή καμιά συγκέντρωση» ― γυρνώ το βλέμμα: έξω στον πεζόδρομο, το τελετουργικό μιας κηδείας. Ένα φέρετρο υποβασταζόμενο από τέσσερις άντρες ντυμένους με blue jean και χρωματιστά πουκάμισα· ο βιολιστής και ο κιθαρίστας μπροστά, στη μέση ο τυμπανιστής, από πίσω, συγγενείς, φίλοι, ίσως και τυχαίοι περαστικοί, τους συνοδεύουν σκύλοι και γατιά ― όλοι μαζί σέρνουν την πομπή. Οι ράθυμες μελωδίες ακολουθούνται από χαρμόσυνες νότες, τους ψίθυρους διαδέχονται βαθείς αναστεναγμοί, τα κλάματα ανακατεύονται με κουβέντες ζωηρές. Κάποιοι έχουν αρχίσει τον χορό. Μου ’ρχεται στο μυαλό η Καραπάνου, αιφνίδια αναλαμπή: «Ο θάνατος, όμως, είναι χαρά;». Κοιτάζω ψηλά προς στο ταβάνι, θέλω να επαναλάβω: «Ο θάνατος, όμως, είναι χαρ ― ; », πριν τελειώσω τη φράση, έχω ήδη σηκωθεί, αφήνω 50 πέσος στο τραπέζι, ξεστομίζω ένα γρήγορο «gracias», και τρέχω προς το πλήθος. Ξάφνου σταματώ, διστάζω. Με παίρνει χαμπάρι ένας Μεξικανός ―ψηλός, όμορφος, ηλιοκαμένος, με σομπρέρο στο κεφάλι―, μου τείνει το χέρι. Του το δίνω· αρχίζουμε έναν ξέφρενο χορό, χορεύουμε μαζί τιμώντας τη ζωή, τη ζωή που δεν δειλιάζει, τη ζωή που μένει άθικτη από τη συμφορά, που αντιστέκεται στον αφανισμό, που κάνει τον φόβο του θανάτου οίστρο της ζωής.
*ΝΣ
**εικόνα: φωτογραφία της Μ. από γκράφιτι σε τοίχο στην πόλη Οαχάκα.