Επί τη βάσει των ονειρικών συνηθειών τους, οι άνθρωποι χοντρικά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτη: εκείνοι που ουδέποτε θυμούνται το πρωί τα όνειρά τους και λίγο ή πολύ ζουν εξ αυτού μακάριοι. Δεύτερη: όσοι ενθυμούνται μονάχα περιστασιακά, ορισμένα ψιχία αποσπασματικά από τα πλέον παλαβά τους όνειρα· αυτοί συνήθως βασανίζονται. Τρίτη: όσες κι όσοι τα θυμούνται καταλεπτώς, ξυπνούν και καταγράφουν μανιωδώς· κλασικές περιπτώσεις ανθρώπων που είτε θα πάνε μπροστά είτε θα το φυσάνε και δε θα κρυώνει.
Θα γνωρίζετε βέβαια πως εδώ, στα μέρη του ύστερου καπιταλισμού, όλα σας καλούν να κυνηγάτε τα όνειρά σας. Το πράγμα κάπως περιπλέκεται γιατί συνήθως αυτό σας το λένε τύποι εμφανώς ανέραστοι, σοβαροφανείς και κατά το μάλλον ή ήττον θρησκευόμενοι. Με λίγα λόγια, ανάξιοι εμπιστοσύνης.
Αν είστε θύματα της λήθης των ονείρων, δεν έχετε παρά να κυνηγάτε όσες κι όσους τα θυμούνται, να προσδεθείτε στο άρμα τους και παρασιτικά να ονειροβατείτε. Έπειτα, αν αυτό σας φαίνεται κατά τι αξιολύπητο και παράλληλα το θέμα σας είναι κυρίως οι εφιάλτες, μπορείτε πάντα να καταφεύγετε στο κρεβάτι των γονιών σας –«Μαμά, είδα κακό όνειρο, μπορώ να κοιμηθώ μαζί σας;»–. Όσο κι αν έχετε μεγαλώσει, η μαμά σας ποτέ δε θ’ αρνηθεί. Τέλος, η μονοσήμαντη εστίαση στο ζήτημα της μνήμης ή της λήθης των ονείρων ασύγγνωστα παραγνωρίζει τις πρώτες ύλες τους. Ακόμα κι αν ποτέ δεν τα θυμάστε, ακόμα κι αν συγχέετε πραγματικότητα και ονειρώδεις μνήμες, να επιμένετε, να επιμένετε να φέρεστε άτακτα, βουλιμικά κι έκκεντρα. Θα αποβείτε αυτόφωτοι παραγωγοί ονείρων και τέτοια καθοδηγητικά σημειώματα θα σας είναι πλέον άχρηστα τελείως.
Διγ.