Τα ποσοστά μελαγχολίας το βράδυ της Κυριακής είναι υψηλά. Οι αιτίες, εξηγήσιμες εύκολα, αυτονόητες. Το τέλος του Σαββατοκύριακου κι η αρχή μιας ακόμα ρουτινιάρικης εργάσιμης βδομάδας. Το πρόβλημα δεν είναι στη μελαγχολία. Ίσως κάποτε χρειάζεται κι αυτή. Πώς αλλιώς θα ’ταν η χαρά χαρά, αν πότε πότε δε μελαγχολούσες;
Το πρόβλημα είναι δομικό και πηγάζει από την αβυσσάλεα ασυμφωνία θεωρίας και πράξης. Μας μαθαίνουν από τα μικρά μας χρόνια πως τα καλά ανθρώπινα δημιουργήματα οφείλουν να έχουν αρχή, μέση και τέλος. Από την έκθεση που γράφεις στο σχολείο μέχρι την προσπάθεια να βγει το πρότζεκτ στη δουλειά, όλα τα σεβαστικά κατασκευάσματα πρέπει να τηρούν τον κανόνα. Αρχή, μέση και τέλος. Έτσι συμβαίνει και αλλού –στη σοκολάτα που θα φας, στο φιλί που θα δώσεις, στη ζωή που κουτσοζείς. Αρχή, μέση και τέλος.
Φταίει η πρόοδος και οι Αμερικάνοι που είμαστε τόσο ζαβά αφοσιωμένοι σ’ αυτό το σχήμα της τελείωσης. Οι Αμερικάνοι που θεσμοθέτησαν το υποχρεωτικό χάππυ εντ και η ιδέα της προόδου που γαλούχησε γενιές γενιών με τη θανάσιμη αυταπάτη της γραμμικής ανόδου. Απ’ το σεξ μέχρι τη διατριβή σου, αν δεν τελειώσεις υπάρχει πρόβλημα. Το τέλος νοηματοδοτεί και δικαιώνει το άπαν.
Στον έρωτα όμως, στο πρωταρχικό και στοιχειώδες πλησίασμα, το μόνο που μετράει είναι η αρχή. Όταν μεγαλώσω, θα γίνω συλλέκτης ενάρξεων. Όταν μεγαλώσω, υπόσχομαι πάντα να φεύγω στο τέλος της αρχής. Να γίνω ξημέρωμα Δευτέρας και να παγώσω εκεί.
Διγ.