Κάθε φορά που πάω στον κουρέα, φοβάμαι.
Ο κουρέας μου είναι καλό παιδί, στερεοτυπικά και ολοφάνερα. Από τους ευγενείς τύπους που η ζωή τίποτα δεν τους χάρισε κι από νωρίς πορεύτηκε μαχητικά, διακριτικά και έντιμα. Την κέρδισε που λένε τη ζωή.
Αφουγκράζεται στην εντέλεια πότε έχω διάθεση για κουβεντολόι και πότε δε θέλω ούτε μισή κουβέντα, εκτός από το θετικό νεύμα της αρχής στην πάγια ερώτηση –«το συνηθισμένο;»–.
Ακόμα, νιώθεις πως ο άνθρωπος αυτός την ώρα που σου πασπατεύει το κρανίο και ομοιόμορφα μειώνει το μήκος των μαλλιών, εκείνη ακριβώς την ώρα βγάζει το ψωμί του. Όποτε το αναλογίζομαι, με την ερεθιστική κι αιχμηρή θωπεία της μηχανής στο σβέρκο μου, τρομάζω. Οι άνθρωποι για να βγάλουν το ψωμί τους μπορούν να καταφύγουν σε αδιανόητες ακρότητες. Αυτός τουλάχιστον το κάνει έντιμα, με ιδρώτα κι ορθοστασία ανυπόφορη.
Αν κάποια στιγμή του τη βαρέσει και συνειδητοποιήσει ότι δεν αξίζει για το γαμημένο το ψωμί να χαϊδολογά και να κουρεύει κάθε λογής μαλάκα, τι θα γίνει; Τότε είναι που κλείνω τα μάτια και προσεύχομαι για την αποφυγή του μοιραίου. Τα κλείνω τάχα για να μην πέφτουν τρίχες μες στις κόρες και στις ίριδες, αλλά η αλήθεια είναι πως τα κλείνω απλά και μόνο για να φαντασιωθώ καλύτερα το μακελειό που θ’ ακολουθήσει, μόλις λαλήσει ο καημένος ο κουρέας. Θα κόψει αυτιά, θα μπήξει ψαλίδια μες στις μύτες μας, θα βάζει ζελέ λαμπρυντικό στ’ αυτιά μας να μην ακούμε τις κραυγές, θα λούζει μ’ επιμέλεια τις τούφες απ’ το πάτωμα. Θα τα γαμήσει όλα, με το δίκιο του.
Αλλά ο δικός μου κουρέας είναι καλό παιδί. Δεν πρόκειται να κάνει ποτέ τίποτα τέτοιο. Αρκείται κι ηδονίζεται ν’ αφαιρεί με τέχνη κι επιμέλεια τις επιφάνειες που ακούμπησαν τα χάδια των κοριτσιών μας. Κάποιας μορφής εκδίκηση κι αυτή.
Διγ.
*πίνακας: Jean Discart, “The barber shop”