Στο παιδί-σκυλί, Γ.Χ.
Ι
Τα παιδιά είναι σαν τα σκυλιά. Το μήλο που οι άνθρωποι ποθούσαν ποτέ τους δεν λαχτάρησαν. Από τον παράδεισο ποτέ κανείς τους δεν εκδιώχτηκε.
ΙΙ
Το παιδί, όπως και το σκυλί, δεν έχει συνείδηση του εαυτού του, ούτε και οποιουδήποτε άλλου ως Άλλου. Εαυτός και Άλλος είναι σώμα αξεχώριστο, αδιαίρετο, ένα και το αυτό.
ΙΙΙ
Σκύλοι και παιδιά δεν υποβάλλουν σε κριτική τις σκέψεις τους. Το παιδί-σκυλί μπροστά στον καθρέφτη δεν αμφιβάλλει για την εικόνα του – κοιτάζεται δίχως να σκέφτεται αν είναι όμορφο αρκετά, αν τα παπούτσια με τη μπλούζα του ταιριάζουν. Το παιδί-σκυλί αποδέχεται τον εαυτό του όπως είναι.
IV
Σκύλοι και παιδιά δεν ξεχωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα, τον μύθο από την πραγματικότητα. Όλα είναι εκεί· όλα τα πιστεύουν.
V
Σκύλοι και παιδιά δεν ψάχνουν ιδιωτικότητα· ντροπή δεν ξέρουν τι θα πει, να κρύψουν τίποτα δεν έχουν.
VI
Το παιδί-σκυλί δεν αναρωτιέται αν το αγαπούν, περιφρονεί τις ερωτήσεις που την αγάπη καλουπώνουν. Από νωρίς αισθάνεται κάτι που άλλοι θα αργήσουν πολύ να καταλάβουν: ότι εκείνος που λαχταρά να αγαπηθεί είναι ανίκανος να αγαπήσει.
VII
Το παιδί-σκυλί αγαπάει το παιχνίδι. Παίζοντας ανακαλύπτει τον κόσμο. Αισθάνεται, δίχως όμως να το ξέρει, ότι ο κόσμος παίζοντας ανακαλύπτεται. Η ήττα δεν το μέλει· παρηγοριά ειν΄ το παιχνίδι του.
VIII
Το παιδί-σκυλί δεν ξεχωρίζει χρονικότητες – ή μάλλον, στα μάτια του μια άλλη ολότελα διαφορετική χρονικότητα καθρεφτίζεται: το παιδί-σκυλί ζει σε ένα διαρκές παρόν· μέλλον, παρόν και παρελθόν δένονται αξεχώριστα, δίχως δισταγμούς, χωρίς υποχωρήσεις – η ένταση μιας διαρκούς ανακάλυψης όλα τα συνέχει.
VIIII
Το παιδί-σκυλί γυρεύει στη φύση τον κόσμο που λαχταρά, στη φύση βρίσκει το στοιχείο του. Οι πεδιάδες και τα ολοπράσινα λιβάδια, τα δέντρα και οι θάλασσες του απευθύνουν το κάλεσμα: εκείνο γνέφει καταφατικά· και ενθουσιασμένο τρέχει προς αυτά.
X
Κόβοντας το νήμα από το σκυλί-παιδί, τη στιγμή ακριβώς εκείνη ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος· η αρχέγονη ενότητα διαλύεται, γίνεται χίλια κομμάτια. Έκτοτε κοιτάζει τον κόσμο απαρηγόρητος, μετά βίας ανοίγει τα πρησμένα από τα δάκρυα μάτια του. Μόνος και αβοήθητος αναλύει τη ζωή πριν από τη ζωή, στοχάζεται τον χρόνο πριν από τον χρόνο, φοβάται τον θάνατο πριν από τον θάνατο. Η εκδίωξή του από τον παράδεισο σε μια εικόνα συμπυκνώνεται: η νεκροψία του ανθρώπου πάνω από το κουφάρι του παιδιού· ο επιθανάτιος ρόγχος του ετοιμοθάνατου σκυλιού.
ΝΣ
*ευχαριστώ τον φίλο μου Νίκο Τζουβαδάκη (Όζυ) για το ωραίο του σκίτσο.