Ο Γιώργος και η Κατερίνα ήταν ανέκαθεν άτομα αντιδραστικά. Και αυτό όχι με τον τρόπο μιας σνομπαρίστικης ελίτ ή κάποιου επηρμένου μπουρζουά· όχι-όχι, δεν είναι καθόλου αυτό, απλώς ο Γιώργος και η Κατερίνα περνούσαν απ’ τη θεωρία στην πράξη. Αυτός ήταν και ο λόγος που μου ’γιναν ανυπόφοροι. Και ας περνάγαμε τα καλοκαίρια μας στις Κυκλάδες πίνοντας μπάφους και παίζοντας μουσικές. Δεν ήμασταν πλέον δεκαεπτά ή δεκαοκτώ, δεν ήμασταν πάνω στην ξενοιασιά της νιότης που όλα επιτρέπονται – και γενικώς, δεν ήμασταν. Φτάσαμε αισίως στα τριάντα, οι επαγγελματικές μου φιλοδοξίες δεν επέτρεπαν πλέον παιχνιδάκια. Και ό,τι με κόπο χτίζεται δεν το αφήνεις να τσακιστεί. Έτσι δεν είναι;
Πάνε τουλάχιστον πέντε χρόνια που είχα να τους δω. Πριν καιρό άκουσα ότι πήγαν σ’ ένα πρόγραμμα εθελοντισμού κάπου στην Κούβα και μάζευαν ζαχαρότευτλα. Τους φανταζόμουν σε κάποια φαβέλα ή σ’ ένα δεντρόσπιτο, να πίνουν εγχώριο ρούμι και να πηδιούνται μεθυσμένοι στις ακτές της Καραϊβικής. Συνεχίζουν δηλαδή τους παλιμπαιδισμούς. Απτόητοι. Κάπως έτσι τους σκεφτόμουνα όταν άνοιξα τα mail μου και διάβασα τον τίτλο «ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΗΔΕΊΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΣ ΜΑΣ ΓΙΑΓΙΑΣ»· έμεινα σύξυλος. Αισθάνθηκα να βρίσκομαι στο κέντρο μιας σεισμικής δόνησης που κάνει την ψυχούλα μου σμπαράλια· και το ζήτημα είναι ότι εδώ δεν μιλάμε για ένα σεισμό που το επίκεντρό του βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα έξω απ’ το σπίτι σου και ’συ, καλά προστατευμένος απ’ τα ντουβάρια του σπιτιού σου, καθησυχασμένος απ’ την παρουσία των γειτόνων σου και βλέποντας ξεκλείδωτη την πόρτα της εξόδου, δεν τρέφεις καμία αυταπάτη ότι κάτι κακό θα συμβεί· εδώ είσαι μόνος, διέξοδος δεν υπάρχει, όλες οι πόρτες είναι κλειδωμένες· το ταρακούνημα σε πετάει σ’ ένα ρινγκ όπου με τα χέρια γυμνά παίζεις μπουνιές με τον εαυτό σου. Με το παρελθόν σου. Με το μέλλον σου.
Άνοιξα το mail και τίκαρα το κουτάκι που επιβεβαίωνε τη συμμετοχή μου στην κηδεία. Παρατήρησα ότι στο τέλος του κειμένου είχε έναν αστερίσκο που σε ενημέρωνε για το dress code: «Απαγορεύονται τα μαύρα». Η τελετή γινόταν Σάββατο βράδυ. Πλησιάζοντας τη χαλικόστρωτη αυλή παρατήρησα τα παρτέρια με τις πορτοκαλί και μωβ τουλίπες που εκτείνονταν και απ’ τις δύο μεριές κατά μήκος του προαυλίου· τιγρέ γιρλάντες τύλιγαν τον τάφο της γιαγιάς ενώ στο μέσον του φέρετρου υπήρχε βιδωμένο ένα μαρμάρινο παραλληλόγραμμο με την επιγραφή «φεύγω πλήρης ημερών»· άσπρα και μαύρα μπαλόνια με το σλόγκαν «Happy Death Day» ανέμιζαν στον χώρο. Παρά το πανηγυρικό κλίμα ένιωθα την ανάγκη να συλλυπηθώ τον Γιώργο και την Κατερίνα. Βρίσκονταν δίπλα στον τάφο της γιαγιάς. Λογικό. Η Κατερίνα αγαπούσε πολύ τη γιαγιά της, μέχρι την τελευταία στιγμή ήθελε να βρίσκεται στο πλάι της. Αμφότεροι υπάκουαν στο dress code της κηδείας: ο Γιώργος φορούσε ένα κόκκινο πουά πουκάμισο συνδυασμένο με μπλε κοτλέ παντελόνι, η Κατερίνα αρκούνταν σ’ ένα άσπρο t-shirt με χρυσά στρασάκια που ενωμένα σχημάτιζαν τη μορφή του Τουίτι, από κάτω φορούσε μια καφέ από σαγρέ τεχνόδερμα φούστα. Ο Γιώργος μου έτεινε το χέρι. Το έσφιξα. Η Κατερίνα μου προσέφερε μια οδοντογλυφίδα για να δοκιμάσω απ’ το πλατό με τα λαχταριστά finger food: χουρμάδες τυλιγμένοι με μπέικον· φρυγανισμένο ψωμί με χωριάτικο ζαμπόν· σαλιγκάρια θαλάσσης πασπαλισμένα με μαγιονέζα – όλα απλωμένα σε ένα πορσελάνινο πιάτο περιμετρικά διακοσμημένο με φύλλα παρμεζάνας. Στάθηκα μπροστά απ’ τον Γιώργο και την Κατερίνα. Τα μάτια τους λαμπύριζαν. Μου χαμογέλασαν. Ανήμπορος να πω το παραμικρό έσκυψα στους ώμους τους και άφησα τα δάκρυα μου να κυλήσουν στα χρωματιστά τους ρούχα ενώ με τη μύτη μου έπιανα τις οσμές των φαγητών, των λουλουδιών και των ανθρώπων. Όλα τους μοσχοβολούσαν.
Ν.Σ.