Ζήτημα να ’μεινες πεντέξι μήνες σε κείνο το σπίτι. Στο στενό δρόμο πίσω απ’ τη λεωφόρο, σ’ απόσταση αναπνοής απ’ το Καλλιμάρμαρο, την οδό Άγρας και το σπίτι του Σεφέρη, μεσοτοιχία με το διάσημο ξενοδοχείο ημιδιαμονής. Είδα προχτές μια ταινία του Καφετζόπουλου, όχι της εποχής της «Ρεβάνς», αλλά κάπου εκεί των Ολυμπιακών αγώνων και του Κωστοπουλισμού, ε λοιπόν, πήγαινε ο Καφετζόπουλος με τη γυναίκα του στον Πρίαμο, παρόλο που ’χανε μια σπιταρόνα να, πολύ τους την έδινε το ξενοδοχείο και παιρνόντουσαν εκεί. Τέλος πάντων, ξώκειλα.
Η τρύπα στο ταβάνι του μπάνιου, τρύπα τώρα σχήμα λόγου, περισσότερο σαν να ’λειπε το ταβάνι απ’ το ένα τέταρτο των τετραγωνικών μέτρων του καμπινέ ήτανε. Σαν να ’χε κατεδαφιστεί κάποτε το πατάρι και να μην το φτιάξανε μετά ποτέ. Ούτως ή άλλως περίεργο εξαρχής αυτό το σπίτι, όσο και να μετακινούσες έπιπλα και να στριφογύριζες τη διαρρύθμιση, χώροι κενοί, εκτάσεις στριμωχτές, αποικίες κατσαρίδων στις ντουλάπες, καλά έκανες που τ’ άφησες. Η ιδιοτροπία του μπάνιου μπροστά στις συνολικές του σπιτιού απλή παρανυχίδα. Μεγάλη βέβαια. Κυριολεκτικά, επρόκειτο για μια μαύρη τρύπα προς τα πάνω. Και με φακό είχα κοιτάξει, τέλος δεν διακρινόταν, λίγο ταβανίσιο τσιμέντο ρε παιδί μου, έστω σε απόσταση πολλών μέτρων. Τίποτα, ούτε ουρανός, ούτε διάολος μαύρος. Αναποδογυρισμένη άβυσσος ήταν; Χάσκον αχανές πατάρι; Μυστήριο πάντως.
Κάθε πρωί με την ίδια αγωνία αποπατούσα. Κι εκείνο το βράδυ που μετά ένα καβγά μας σηκώθηκα κι έφυγα, πιο πολύ για την ψυχική γαλήνη τ’ άλλου πρωινού το ’κανα κι όχι για τις αποκαλύψεις σου νωρίτερα μπροστά στους καλεσμένους. Θυμάμαι, ρε Σούλα, να χέζω και να τρέμω μη μου ’ρθει απ’ την κωλότρυπα ο ουρανός σφοντύλι. Έπεφτε, λέει, ξαφνικά βαρύ σιδηρούν αντικείμενο με φόρα στο κεφάλι μου, με καταπλάκωνε, άμορφη μάζα με τα σκατά γινόμουν. Αλλόφρων ωρυόσουν στον ιδιοκτήτη κλαίγοντας αηδιασμένη. Κανείς μετά δεν πίστευε τον τρόπο που σκοτώθηκε ο δικός σου. Πνίγηκε στα σκατά του ελέω πτώσης ογκηρού αντικειμένου. Τρέχα γύρευε.
Διγ.
*φωτογραφία: από το φιλμ “Ρεβάνς” του Νίκου Βεργίτση [1983]