Ήσυχο, κρύο μεσημέρι καθημερινής. Δεν ήταν ώρα αιχμής. Το βαγόνι σχεδόν άδειο. Στη μία του γωνία, σ’ ένα έρημο ροζ κουπέ –αν υποτεθεί ότι ονομάζεται κουπέ η τετράδα θέσεων στο μετρό–, καθόταν μια γυναίκα γύρω στα σαράντα. Διάβαζε ένα βιβλίο, φορούσε ασύρματα ακουστικά στ’ αυτιά. Την παρατήρησα όταν μπήκα, όχι επειδή ήταν αξιοπερίεργη, αλλά περισσότερο γιατί οι επιβάτες ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Όταν την πρωτοαντίκρισα, τίποτα δεν προϊδέαζε για τη συνέχεια. Αυτή η γυναίκα έκανε εκ προθέσεως ή έπαθε εξ αμελείας κάτι τρομακτικό.
Το μετρό κάποια στιγμή έφτασε στον σταθμό του Ελληνικού. «Τερματικός σταθμός, παρακαλούνται οι επιβάτες να αποβιβαστούν». Ποτέ δεν είχα δει άνθρωπο να δείχνει απείθεια στην αυτονόητη εντολή. Βγήκαμε όλοι. Αυτή όχι. Έμεινε μέσα. Την πήρε το μετρό στην ερεβώδη σήραγγα. Χάθηκε. Ξεχάστηκε, αφαιρέθηκε ή απηύδησε. Κανένας δεν τη σκούντηξε. Την κοίταξα από το τζάμι με αγωνία στα δευτερόλεπτα μέχρι να κλείσουν οι πόρτες, να σβήσουν τα φώτα και το μετρό να χαθεί στο τούνελ του. Ήταν ατάραχη, απορροφημένη στο βιβλίο της και τη μουσική της. Χάθηκε χωρίς φαντασμαγορία και εντυπωσιακά λόγια.
Μη βάλετε τον ορθολογισμό σας να μειώσει τον τρόμο αυτής της ιστορίας. Μη μου πείτε ότι οι συρμοί μετά τους τερματικούς σταθμούς πάνε κάπου, κάνουν αναστροφή κι επανέρχονται στα δρομολόγια. Κανένας ποτέ δεν έμεινε στον συρμό, δεν παρέμεινε μέσα στο βαγόνι μετά την άφιξή του στον τερματικό σταθμό. Περισσότεροι έχουν κρεμαστεί με τη ζώνη τους παρά έχουν μείνει μέσα στον συρμό μετά τον τελευταίο σταθμό.
Αυτή η γυναίκα θέλησε –από επιλογή ή από αφηρημάδα– να χαθεί. Πήρε τα μυστικά της, το βιβλίο και τ’ ακουστικά της και χώθηκε σε μια σήραγγα κάτω από τη γη.
Διγ.