«Κούπαση μου ’ρχεται! Α-πα-πα-πα-πα!» ανέκραζε στις ζέστες η μητέρα, κουνώντας ρυθμικά τα χέρια της και φυσώντας –σαν άηχα να σφύριζε– το στέρνο της. Έβγαζε τη σιδερώστρα τ’ απογεύματα στο μπαλκόνι, στοίβες τα σώβρακα, τα μπλουζάκια και τα σορτσάκια και πρόφερε μ’ απελπισία τη λέξη «κούπαση». Πότε μιλώντας με τη γειτόνισσα της απέναντι πολυκατοικίας, πότε μονολογώντας, η «κούπαση» δήλωνε αποπνιξία και κάψωμα.
Υπήρχαν μια σειρά από λέξεις και φράσεις, τις οποίες ο Ασημάκης είχε ακούσει μόνο απ’ το στόμα της μητέρας του. Όταν πρωτοσυνειδητοποίησε το φαινόμενο, σκέφτηκε πως η μάνα του είχε πλούσιο λεξιλόγιο με σπάνιες και παράξενες λέξεις, επειδή διάβαζε πολλά βιβλία. Σταδιακά, κατάλαβε πως ορισμένες απ’ τις περίεργες αυτές λέξεις ανήκαν στη ντοπιολαλιά του νησιού. Για παράδειγμα, το «βγόδωνε» ήταν χιώτικο, το λέγαν κι άλλοι, αλλά η «κούπαση»; Κανένας άλλος δεν την έλεγε. Ούτε γραμμένη την είχε δει ποτέ.
Τις λέξεις αυτές της μάνας του, δεν τις χρησιμοποιούσε ο ίδιος ποτέ, παρόλο που κάποιες του προκύπταν φυσικά. Θυμόταν, άλλωστε, πάντα την άβολη ιστορία απ’ τα φοιτητικά χρόνια του πατέρα του, που λειτουργούσε σα διαρκής υπόμνηση και φόβητρο. Στο σπίτι του πατέρα του Ασημάκη, τη μυγοσκοτώστρα τη λέγαν «γιακουμή», άγνωστο πώς και πόθεν. Τέλος πάντων, είχε πάει σε πόλη της βόρειας Ελλάδας να σπουδάσει ο πατέρας του και ζήτησε μια μέρα καλοκαιρινή από έναν φίλο του να του φέρει τον «γιακουμή», διότι είχε μύγες και τον οχλούσαν. Τον κοίταξε καλά καλά ο φίλος, του λέει «τι ακριβώς ζητάς;». Νόμιζε ο δύσμοιρος ο πατέρας του πως ήταν πανελληνίως γνωστό και διαδεδομένο χαϊδευτικό της μυγοσκοτώστρας ο «γιακουμής» και εξετέθην τότε. Έτσι, ο Ασημάκης ήταν προσεκτικός σε ποια κοινά χρησιμοποιούσε ποιες λέξεις.
Εκτός από τις λέξεις, όταν βγήκε πιο μόνιμα στον έξω κόσμο κι ανέπτυξε αρτιότερα το γλωσσικό του αισθητήριο, συνειδητοποίησε πως υπήρχε και μια σειρά από φράσεις, παροιμιώδεις ας τις πούμε, που ήταν της μάνας του αποκλειστικώς. Με αυτές ανέκυπτε διπλό πρόβλημα. Πρώτον, ήταν εξόχως αθυρόστομες, όλες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο περιείχαν τον «κώλο» μέσα τους. Δεύτερον, τόσο πολύ εύχρηστες της ήταν της μητρός του, τόσο βαθιά είχε μ’ αυτές γαλουχηθεί, που σε πλείστες περιστάσεις του βγαίναν ταιριαστές να τις αρθρώσει, μα να τις πει δίσταζε. Έτσι, αποφάσισε ο Ασημάκης να κάτσει να γράψει ένα μικρό φυλλάδιο, συλλέγοντας και σώζοντας τις βωμόλοχες μα εύστοχες φράσεις της μαμάς του.
Δίσταζε βέβαια και γι’ αυτό. Ίσως εξέθετε τη μάνα του, εκδότη για τέτοια πράγματα σιγά μην έβρισκε, άσε που άμα γινόταν το βιβλίο σουξέ, τον τρόμαζε αρκούντως το ενδεχόμενο ν’ αρχίσει να μιλά όλος ο κόσμος με φράσεις τέτοιου είδους. Έτσι, όλο το ανέβαλλε το εγχείρημα.
Με τέτοια κάψα που έχει σήμερα, τον είχε πιάσει κούπαση και σιωπηλά σκεφτόταν: καιρός για τ’ ανεκώλωμα κι ανεκωλώσου κι έβγα.
Διγ.
*φωτογραφία: Martin Parr