O έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει

O έχων ούς ακουσάτω τί τό Πνεύμα λέγει

2 Σεπτεμβρίου 1572. Τόπος : κάποιο χωριό νοτιοανατολικά του Παρισιού.  Η πυκνή συννεφιά προετοιμάζει τον ερχομό της νύχτας και της βροχής . Οι θρησκευτικοί πόλεμοι των τελευταίων μηνών-με αποκορύφωμα τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου[1]– τροφοδοτούν τις σκοτεινές εκδικήσεις  στη καρδιά των χωρικών. Πρόσωπα : ο πολέμαρχος  Alexandre, ο αββάς Castor και η μοιχαλίδα Marie.

Ο πολέμαρχος και ο αββάς, στέκονται σ’ ένα υπερυψωμένο βάθρο  χαιρετώντας τα αλαλάζοντα πλήθη. Ο αββάς είναι έτοιμος να απαγγείλει ένα απόσπασμα απ’ την αποκάλυψη του Ιωάννου προαναγγέλλοντας έτσι τη καταδικαστική τιμωρία της μοιχαλίδας, η οποία κρατιέται σφιχτά από τους φρουρούς.  Η αμετανόητη στάση της γυναίκας την οδηγεί στο βασανισμό και στο τελικό διαμελισμό της. Η Marie κουβαλάει το χρυσό ποτήρι γεμάτο με τα βδελύγματα και τις ακαθαρσίες της πορνείας της γης [2] εμπνέοντας την αμαρτία στους καταπιεσμένους σεξουαλικά χωρικούς. Η τιμωρία θα είναι παραδειγματική και αποτρεπτική για όσους διασαλεύουν την ηθική τάξη.

Ο όχλος. Η αιμοδιψής αγέλη που ευφραίνεται απ’ τη συμφορά των συνανθρώπων του. Οι περισσότεροι απ΄αυτούς δουλεύουν 12 ώρες την ημέρα στα τσιφλίκια των μεγαλογαιοκτημόνων της περιοχής.  Ο τσιφλικάς τους ειδοποιεί για το περιστατικό και αυτοί τρέχουν με τα εργαλεία της δουλειάς να απολαύσουν το θέαμα. Σέρνουν τη θλιβερή τους ύπαρξη στη πλατεία του χωριού. Χτυπάνε με μένος τις τσουγκράνες τους για να επισπεύσει η διαδικασία. Οι ένοχες, ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις του παράνομου έρωτα δαμάζονται απ’ το αντίδοτο της σκληρής εκδίκησης. Τα μάτια των χωρικών αστράφτουν από προσμονή για το θέαμα του βασανιστηρίου διαπερνώντας  ταυτόχρονα με λάγνες ματιές τη μοιχαλίδα. Σύσσωμο το ανθρώπινο κοπάδι ξεστομίζει χυδαιολογίες κατά της γυναίκας ανυπομονώντας για τη παραδειγματική της τιμωρία.

Η μοιχαλίδα Marie . Πριν από τρία χρόνια παντρεύτηκε χωρίς τη θέληση της ένα εύπορο μπεκρή χωριάτη που την ξυλοκοπούσε μανιασμένα επιστρέφοντας απ΄τα χαμαιτυπεία του χωριού.  Το καταδικαστικό αμάρτημα συνέβη μ΄ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της γαλλικής φρουράς  που ορεγόταν τη Marie για πολλά χρόνια. Η Marie παρασυρμένη απ’ τους  ανεκπλήρωτους γενετήσιους ιμέρους της, του δόθηκε άκριτα. Τα ηδυπαθή μάτια των χωρικών όμως ήταν εν γρηγόρσει σε οποιαδήποτε προσπάθεια υπονόμευσης της ηθικής τάξεως. Η χυμώδης κορμοστασιά της Marie άλλωστε και το τολμηρό της βλέμμα τη καθιστούσε πάντοτε θελκτική και περιζήτητη. Δεν δείχνει καμία διάθεση για μετάνοια, γνωρίζοντας ότι η δυνητικά επερχόμενη ζωή δίπλα στο πληγωμένο εγωισμό του κερατά, μεθύστακα συζύγου της θα είναι τρισχειρότερη.

Ο πολέμαρχος Alexandre. Κοντός, με γαμψή μύτη και μεγάλα αυτιά ντυμένος πάντοτε με επιδεικτική στολή διανθισμένη με παντός είδους παράσημα, ώστε να τονίζει με αυτό τον τρόπο τη φυσική του ομοιότητα με βασιλιά. Έτσι, με αυτά τα τεχνάσματα αποζητούσε τον απόλυτο σεβασμό και  υπέβαλε την υποταγή στους απαίδευτους και άβουλους χωρικούς. Θλιβερό απομεινάρι μιας ξεπεσμένης μεγαλοφυΐας, ήταν πάντα ευγενικός και ταπεινός στους ανώτερους του, μοχθηρός και βδελυρός στους κατώτερούς του. Κοιτάζει τη Marie με ματιά θολή, δυναστευμένη από λάγνες εικόνες  σκεπτόμενος τον εαυτό του στη θέση του φρουρού.  Η στιγμιαία σκέψη του μετέδωσε μια ένοχη ρίγη επισπεύδοντας τη παραίνεση του στον αββά για έναρξη των διαδικασιών.

Ο αββάς Castor. Ψηλός, με κόκκινα μάγουλα απ’ τη συχνή κρασοκατάνυξη και με μια μακριά γκρί γενειάδα. Απ’ το αδέξιο σουλούπι του ξεχωρίζεις μια κοιλιά σαν μπαλόνι αποδεικτική της ευζωίας του ιεροκήρυκα. Δικαιοφανής και ηθικολόγος, μιλάει πάντοτε με στόμφο για να εμπνέει το σεβασμό στους ηλίθιους χωρικούς, οι οποίοι τον σέβονται με κλειστά μάτια. Πριν από ένα χρόνο είχε ξεσπάσει σκάνδαλο σχετικά με την απόπειρα του αββά να ασελγήσει σε ένα ενιάχρονο αγοράκι. Το περιστατικό ξεχάστηκε σύντομα με παρέμβαση υψηλόβαθμων κρατικών στελεχών που δεν ήθελαν τέτοιου είδους ταραχές στην περιοχή. Ο αββάς τινάζεται απ’ την απότομη παραίνεση του πολέμαρχου και αρχίζει να ψέλνει το απόσπασμα απ’ την Αποκάλυψη του Ιωάννου :

« Τη γυναίκα σου την Ιεζάβελ, που λέει πως είναι τάχα προφήτισσα, την αφήνεις να παρασύρει με τη διδασκαλία της τους δούλους μου να αποστατήσουν από το θεό και να φάνε ειδωλόθυτα. Της έδωσα προθεσμία να μετανοήσει και επιμένει στην αποστασία της. Γι’ αυτό θα τη ρίξω άρρωστη στο κρεβάτι, κι όσοι συμπράττουν μαζί της και μοιχεύουν θα πέσουν σε μεγάλη δοκιμασία- εκτός κι αν αλλάξουν ζωή και πάψουν να ακολουθούν τη συμπεριφορά της- και θα χτυπήσω με θανατικό τα παιδιά της. Θα μάθουν έτσι όλες οι εκκλησίες πως εγώ ξέρω τι κρύβει ο νους και η καρδιά του ανθρώπου, θα κρίνω το καθένα σας ανάλογα με τα έργα σας.»

Η τιμωρία αρχίζει. Το πλήθος ζητωκραυγάζει βρίζοντας απ’ τη μία τη Marie και υμνολογώντας απ’ την άλλη στο όνομα του Κυρίου. Ο αββάς για τελευταία φορά ζητάει απ’ τη μοιχαλίδα να μετανοήσει. Η Marie αρνείται επιδεικτικά. Ο αββάς ζητάει απ’ τον δήμιο να αρχίσει τη διαδικασία. Αρχικά, ο δήμιος τη δένει σε μία καρέκλα σφίγγοντας με χοντρό σκοινί τα πόδια και τα χέρια της. Σκόπιμα αφήνει ελεύθερο το στόμα της μοιχαλίδας προκειμένου να ακούει ο κόσμος τις κραυγές πόνου και να υποβάλλεται έτσι ο παραδειγματισμός και η αποτροπή ομοίων πράξεων. Αρπάζει δύο πυρακτωμένα  κοντάρια και αρχίζει αργά και σταθερά να τα πιέζει στο γυμνό σώμα της μοιχαλίδας,  ενώ ο όχλος κραυγάζει από οργή και μανία.  Πάνω στις πληγές απ’ το πυρωμένο σίδερο ο δήμιος διατάζει να χυθεί βραστό λάδι ανακατεμένο με κερί και οινόπνευμα. Στη συνέχεια, διατάζει να του φέρουν ένα μεγάλο πέλεκυ. Κρατώντας τον σφιχτά αρχίζει με μανία να της κόβει τα χέρια και τους μυρούς.  Αφού τελείωσε με τα μέλη, ο δήμιος άρπαζει  το εξαρθρωμένο σώμα και το πετάει μαζί με τα ακρωτηριασμένα άκρα σε μια πυρά που είχε στηθεί στο κέντρο της πλατείας. Το σώμα και τα μέλη της Marie γίνονται παρανάλωμα του πυρός.  Ο όχλος και οι ιθύνοντες της εκτέλεσης κοιτάζουν αυτόματα τη στάχτη που σκορπίζεται στον αέρα προσευχόμενοι εις το Εις το όνομα του Κυρίου.

 Αμήν.

 

Ν.Σ.

Σ’ ένα λεπίδι μ’ ακονισμένη κόψη στήριξα τις ελπίδες μου,

Σκίζοντας τις σάρκες μου στα σημεία που σμίγουν τα χείλη.

 

[1] Η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου (γαλλικάMassacre de la Saint-Barthélemy = Σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου) αναφέρεται στη σφαγή των Γάλλων προτεσταντών (Ουγενότων) από τους Καθολικούς στο Παρίσι στις 24 Αυγούστου 1572, ανήμερα του Αγίου Βαρθολομαίου. Η σφαγή αυτή επεκτάθηκε χρονικά στην πρωτεύουσα και τις επόμενες εβδομάδες σε πληθώρα πόλεων της γαλλικής επαρχίας.

[2] Βλ. από Αποκάλυψις Ιωάννου απόσπασμα: Η μεγάλη πόρνη και το θηρίο

*ο πίνακας ”Τζούντιθ και Ολοφέρνης”ανήκει στον Καραβάτζιο

Author

Οι φίλοι μου σαλιγκραφείς συχνά μου λένε ότι μοιάζω με γυναίκα· θα 'λεγα ότι βρίσκω ένα κάποιο ενδιαφέρον σε αυτή την αοριστία. Ο σκύλος μου απ' την άλλη, με κοροϊδεύει ότι είμαι αδέξιος και ενίοτε κοινωνικά απροσάρμοστος. Ίσως, γι' αυτό και όταν μιλάω κουνάω γρήγορα τα χέρια μου χτυπώντας καταλάθος τους διπλανούς μου. Η ευθύνη μου ως σαλιγκραφέας συνοψίζεται στο να λέω ψέμματα και να βάζω άνω τελείες· η άνω τελεία συμπυκνώνει την ποιητική μου θεωρία. Απ' την άλλη μισώ τα greeklish και τα μηχανάκια, ιδίως δε, όταν αυτά με προσπερνάνε από δεξιά. Η λογοτεχνία του 19ου αιώνα είναι η αγαπημένη μου.-