Θα ‘θελα να σας φανερώσω, φίλοι μου, την απάτη ετούτου του τίτλου. Οι χαρακτηρισμοί “δεξιός” και “αριστερή” ουδεμία σχέση έχουν με την ουσία του κειμένου. Χρησιμοποιήθηκαν εν είδει γραφικότητας, με όλη την απαρχαιωμένη και στερεοτυπική τους χροιά, για να τονιστεί το ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα σε ένα γυμνασιάρχη και μια φιλόλογο, που αν και ως άνθρωποι απείχαν παρασάγγας, είχαν ένα κοινό χρέος· να με τιμωρήσουν για ο,τι πιο όμορφο έχω, την ποίηση και τον έρωτα.
‘Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών όταν αποβλήθηκα πρώτη φορά απ’ το σχολείο. Θυμάμαι πολύ ζωντανά εκείνο το στενό δρομάκι (συνέδεε το κεντρικό κτήριο των αιθουσών διδασκαλίας με με το «πίσω», τσιμεντένιο γηπεδάκι) που σπάνια παιδί το περπατούσε. Εκεί έδωσα τα πρώτα μου φιλιά και γνώρισα την ζεστασιά της αγκαλιάς και τα χνώτα του Έρωτα. Μέχρι που μια μέρα συνελήφθην από τις αρχές, και οδηγήθηκα στο γραφείο των καθηγητών για να αποφασισθεί η ποινή μου. Μερικά από τα ειδεχθή εγκλήματά που είχα διαπράξει ήταν το φιλί, το χάδι και το σφιχταγκάλιασμα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις χαρακτηριστικές ατάκες του διευθυντή, ο οποίος έξω φρενών, κάλεσε στο γραφείο τους γονιούς μας. ‘Όταν γεμάτος θυμό και απορία του αποκρίθηκα ότι δεν κάναμε δα και τίποτε κακό, ότι απλά φιλιόμασταν, ότι είμαστε ζευγάρι, εκείνος μου απήντησε επί λέξη: “Άσε ρε μαλάκα, τοοοόση σου ‘χε γίνει..’’ ( δείχνοντας κατά μήκος του πήχη του). Οι σεξιστικές μομφές συνεχίστηκαν, οι γονείς των δραστών αφίχθησαν, το συμβούλιο των καθηγητών απεφάνθη· μία ημέρα αποβολή για τα δεκατετράχρονα παιδιά, που φιληθήκαν.
Ένα χρόνο αργότερα, όντας πλέον μαθητής λυκείου, δέχθηκα την δεύτερή μου αποβολή. Η αιτία αυτή την φορά ήταν περισσότερο πολύπλοκη. Ήταν Παρασκευή, και όπως κάθε Παρασκευή κείνου του έτους, τις τρεις τελευταίες διδακτικές ώρες, δίδασκε η εν τίτλω φιλόλογος. Ουκ ολίγες φορές είχε αναθεματίσει την Ειμαρμένη, που όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «μας έστειλε στο διάβα της, αυτά τα τελευταία χρόνια της ένδοξης καριέρας της». Γεμάτος ανία αγνάντευα τα δέντρα απ’ το παράθυρο, όταν έφτασε στο θρανίο μου ένα ραβασάκι από τον φίλο και συμμαθητή μου, Psycho. Ανοίγοντας την τσαλακωμένη κόλα βρέθηκα μπροστά σε σκαρωμένα, με μεράκι και ευρηματικότητα, “shocking” στιχάκια, με πρωταγωνιστές συμμαθητές και καθηγητές. Γραμμένα στα αγγλικά ή στα ελληνικά, τετράστιχα σατιρικά, συμπεριλαμβανομένων και ημών των ιδίων στη σάτιρά τους, γεννήματα μίας καλπάζουσας εφηβικής φαντασίας και μίας έντονης οργανικής ενέργειας. Η πρόσκληση του φίλου να συγγράψομε παρέα αυτό το Αριστοφανικό κακέκτυπο , δεν υπήρχε περίπτωση να μη γίνει δεκτή. Κίνησα, λοιπόν, με ζέση και αφοσίωση, να γράφω και γω στίχους. Όταν τελείωσα, μέσω διαμεσολαβητικών θρανίων, έστειλα το έργο μας πίσω στον εμπνευστή του. Εκείνος διαβάζοντάς το σκάει στα γέλια και δεν αργεί η καθηγήτρια να φθάσει πάνω απ’ το θρανίο του. Αφού υφάρπαξε το χειρόγραφο μας, άρχισε σιωπηρά να διαβάζει το περιεχόμενό του. Οι κόρες της διαστάλθηκαν, οι κόγχες των ματιών της κόντεψαν να πεταχτούν όξω, οι παλμοί της χτυπούσαν στη διαπασών , ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της και αφού βρέθηκε ένα βήμα πριν την ανακοπή, αποφάσισε ότι έπρεπε να τιμωρηθούμε. Δύο μέρες αποβολή για τον καθέναν μας.
Συχνά μου ‘ρχονται στο μυαλό αυτά τα δύο περιστατικά.
Την μία με πιάνει οργή κι απογοήτευση. Πόσους άρρωστους καθηγητοδασκάλους, ζωές ανεπεξέργαστες και ανισόρροπες, αντίκρισαν τα μάτια μας και ανέχθηκε, η παιδική ψυχή μας; Και που ήσαν οι άλλοι,οι επιστήμονες, οι εκπαιδευτικοί, ν’ αντιταχθούν στην βαρβαρότητα και να μας προστατέψουν;
Την άλλη, οι θυμήσεις αυτές, μου αφυπνίζουν μια κρυφή ικανοποίηση. Διότι για να προκάλεσα με τους συντρόφους μου, παιδί ακόμα, τέτοιου είδους αντιδράσεις, κείνου του τύπου την διέγερση που ενήλικες ανέραστοι και άτεχνοι δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν, σήμαινε ότι είχα ανακαλύψει δύο όπλα στιβαρά, ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας. Τον έρωτα και την στιχουργία…
Υ.Γ 1 Ευγνωμοσύνη γεμάτος για τους δυο, τρεις φωτεινούς ανθρώπους και πραγματικούς εκπαιδευτικούς των σχολικών μας χρόνων.
Υ.Γ 2 Πίστη στους φίλους μου, εκπαιδευτικούς, που γίνηκαν πλέον πολλοί, ότι ‘ναι τέτοια φωτεινά παραδείγματα.
Φωκάς .