Γι’ ανακωχή στην Εσπερία καταφεύγεις σε φιλενάδα ρωσικής καταγωγής. Γνωρίζεις, οι διαμεσολαβητές σε τέτοιες περιπτώσεις είθισται να ’ναι Ελβετοί. Ουδετερόφιλοι και του αίματος αθώοι. Τα εν Αθήναις πρακτορεία θα μείνουν διερωτώμενα να εικάζουν: αποκλιμάκωση της πολεμόχαρης ατμόσφαιρας ή τελικές στην παρτιτούρα ενορχηστρώσεις πριν το εαρινό σφυροκόπημα; Κι αν πράγματι βρισκόμαστε ενώπιον άλλης μιας επικείμενης κρούσης ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, ένας Σμυρνιός λαχειοπώλης δε μπορεί παρά να φλυαρεί αστόχαστα με μόνη έγνοια τη μακάρια χρονοτριβή πίσω από ένα λευκό οχυρό όχημα, λίγο πριν την ολομέτωπη σύγκρουση.
Ανάμεσα στην έριδα και σε σένα, δυσδιάκριτη ανεπαίσθητη μεθόριος. Θα μπορούσαμε βέβαια, αντί για μήλα και για χρώματα, να πούμε αμφιλύκη και να λυθούν οι κόμποι μονομιάς. Να μετρηθούν απώλειες, να καταστρωθούν σχέδια ανοικοδόμησης και να επιστρέψει η ειρήνη. Με τις ελάχιστες δυνατές κυρώσεις. Μονάχα μ’ επιφανειακές γρατζουνιές. Να μείνουμε εν ολίγοις «άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή, άνθρωποι που διελύθησαν ησύχως». Όμως, η ειρήνη μετά τις εχθροπραξίες –ακόμα και τις ελάχιστες, ακόμα και τις παραμικρότερες– δε μπορεί να είναι ίδια με πριν. Άλλωστε, όλοι απ’ τον πόλεμο λένε ιστορίες. Ποτέ δε φτιάχτηκε καταφύγιο σ’ ακρογιάλι.
Τι λεκτικές υπερβολές κι ακροβασίες! Νωρίς για τέτοια απόνερα, αργά για σχέδια παλαβά. Απ’ όλες τις γαλλικούρες που πηγαινοέρχονταν στη Σμύρνη, απ’ το πιθάρι μιας κατάσαρκα κεντημένης μνήμης πήγε και μ’ ανεσύρθη το coup de foudre. Τέτοια φαντασμαγορία στον όλεθρο σπανίως έτσι πετυχαίνει. Σπανίως τόσο ανειρήνευτη πάλη για ένα γράμμα.
Διγ.
*φωτογραφία: Ελευθερία Θεοδώρου