Θυμάμαι –αραιά, άτακτα και πού– τα δυο πεύκα διαγωνίως μπροστά απ’ το παλιό εξοχικό. Αυτά τα δέντρα, το ένα πλάι στ’ άλλο, γερμένα και καμπούρικα ήταν πάντα, στα μάτια και στις μνήμες μου τουλάχιστον. Βρίσκονταν βέβαια «στο μάτι του βοριά», όπως έλεγε συχνότατα ο μπαμπάς. Τα τσάκιζε ο άνεμος. Αλλά και πάλι, ποτέ δεν υπήρξαν ίσια κι ευθυτενή; Δεν είχαν ποτέ τη συνηθισμένη αναπτυξιακή πορεία της ομοειδούς χλωρίδας; Να φύτρωσαν δηλαδή κάποτε, να ορθώθηκαν για λίγο ευθύβολα, να ψήλωσαν έναν καιρό ευσταλή και έπειτα να τα στράβωσε, γέρνοντάς τα ολόκληρα, ανεπίστρεπτα και ριζικά ο βοριάς. Μυστήριο, αναπάντητο. Τα λυπόμουν αυτά τα δέντρα τα ζαβά. Μα πιο πολύ κι απ’ τη θλιβερή τους την εικόνα, με παραξένευαν γιατί, παρά τις ορθολογικές εξηγήσεις του πατέρα μου, δεν είχα καταλάβει τι έφταιξε και γείραν εσαεί. Παιδιά και έφηβοι δεν θυμόμαστε ποτέ να φυσάει. Τα πεύκα εκείνα τα σερνόμενα μοιάζαν να ήταν έτσι από πάντα. Δεν τα είδαμε να γίνονται. (Σαν την άνοια της γιαγιάς μου ή σαν τον πρωινό μου βήχα –παντοτινά, επίμονα και επιδεινούμενα).
Είχε άλλωστε εντυπωσιακή άπνοια στη χώρα των παιδικών χρόνων.
Αυτά τα δύο τσακισμένα πεύκα δεν ξέρω γιατί τώρα τα θυμήθηκα. Ίσως επειδή σήμερα εσύ παντρεύεσαι. Ίσως καθώς, κι εσύ μια πενταετία μετά χάθηκες πια οριστικά. Ίσως επειδή ακόμα και στα νέα επεισόδια των ερώτων, παρά την αδιαμφισβήτητη, φρέσκια κι ορμητική καύλα, προσέρχομαι πια φειδωλός, δύσπιστος. Μπορεί γι’ αυτό. Ίσως όμως για τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Ναι, σίγουρα· για τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Ούτως ή άλλως, όλα τα παραπάνω συνιστούν μετά βεβαιότητας πλανερά επιφαινόμενα.
Μόνο και μόνο γιατί –σε αντίθεση με τα πεύκα– ώρες ώρες εμάς μας θυμάμαι πώς ήμασταν πριν τον αέρα, πριν μας τσακίσει ο βοριάς.
Διγ.