Ο θερμοσίφωνας χρειάζεται εικοσιπέντε με τριάντα λεπτά για να ζεστάνει το νερό. Έπρεπε κάποιος να ’χε προνοήσει σ’ αυτή την πολυκατοικία να βάλει ηλιακό. Θα εξοικονομούσαμε χρήματα έτσι, αλλά δεν είναι αυτό το μείζον. Θα ήταν έτοιμο πάντα, διαθέσιμο εκεί να περιμένει την επιθυμία για λουτρό το χλιαρό μας το νερό. Τώρα, κάθε φορά που ανάβω τον θερμοσίφωνα, μόλις κοκκινίζει η λυχνία, ο μόνος σκοπός της ζωής μου καθίσταται η ημίωρη περίπου αναμονή. Εντός του συγκεκριμένου διαστήματος παραλύω, αδυνατώ να συγκεντρωθώ σ’ οτιδήποτε άλλο. Καπνίζω έξι ή εφτά απανωτά τσιγάρα και
ακούω τη φωνή της μητέρας μου: «είσαι 28 χρονών άντρας, σταμάτα να τρως τα νύχια σου και τέλειωσε επιτέλους εκείνο το ρημάδι το διδακτορικό», τη διώχνω αυτοστιγμεί, ψάχνω μια καλή παρανυχίδα και αναρωτιέμαι γιατί πάντα φοβόμουν να με περάσουν δεύτερο χέρι οι έρωτές μου, αφού αλλιώς, όπως και στους τοίχους των σπιτιών, δεν κρατάνε και γρήγορα περνάνε κι ατονούν. Μου ’χει λείψει πολύ η αλμυρή γεύση των δακρύων και τίποτα δεν μπορεί να με κάνει να κλάψω δέκα χρόνια τώρα. Αποστρέφομαι τις αρνητικές συγκινήσεις και άμα τύχει και προκύψουν τις χώνω κάτω απ’ το χαλί και πήγα και φώναξα ο ηλίθιος τη Μαγδαληνή να σηκώσει τα χαλιά και τα ’πλενε στο μπαλκόνι και στάζανε και κλαίγανε αυτά και πήγαινα και τα ’βλεπα και τα ζήλευα και τη ρωτούσα άμα χρειάζεται βοήθεια και μου ’λεγε: «όχι, πήγαινε κάνε τη δουλειά σου» και καθόμουν και κοίταζα και ζήλευα τα χαλιά που κλαίγανε και καθαρίζανε και μετά θα τα στέγνωνε ο ήλιος και θα ’τανε καθαρά και λαμπερά και η Μαγδαληνή νόμιζε πως κοίταζα τον κώλο της και ντρεπόμουνα, αλλά δεν ήξερε για τα χαλιά γιατί τα πλένει σε πολλά σπίτια και της είναι συνήθειο μάλλον άψυχο. Δεν έφυγα ως που με πιτσίλισαν στο μάτι κάτι νερά απ’ τα χαλιά κι
όλα αυτά φεύγουν ευτυχώς στης μπανιέρας τα λουτρά. Μάλλον γι’ αυτό βουλώνει το σιφόνι όλη την ώρα.
Διγ.
*πίνακας: Γιώργος Ρόρρης, “Νυχτερινή εκπομπή” [2015-2016]