Τα κείμενα είναι σαν τα σώματα. Παίρνουν, με τον καιρό, τη στάση που συνήθως έχεις. Πάσχουν κι αυτά ενίοτε· σκολίωση, λόρδωση ή καμπούρα. Αν αδιαφορώ επιδεικτικά για το πνεύμα σου, είναι γιατί έχω πικρή πείρα από πνευματώδη ασπόνδυλα.
Το σώμα είναι θεός, έχει το αλάθητο, το ψέμα του είναι αδύνατο.
Το πνεύμα είναι αδύναμο, σπαράσσεται από αμφιβολίες, επιδίδεται ασύστολα σε ψεύδη.
Οι λέξεις δεν είναι πια πρόκες. Παλιά ήταν, πριν από σένα ή το μεταμοντέρνο. Τώρα γίναν ποντικοπαγίδες. Μοιάζουν εκ πρώτης ελκτικές, μυρίζουν όμορφα και θέλγουν, αλλά είναι δηλητηριώδεις, θανατηφόρες πλήρως. Καμιά, κανένα και κανείς δεν πρέπει να καμώνεται τον του αίματος αθώο. Η αθωότητα ήταν το γλειφιτζούρι της νιότης. Το γλείψαμε, θέλοντας κενοί, γαλουχηθήκαμε στην υποψία όσο στέγνωνε ο λαιμός μας. Ξέρεις πως η αθωότητα είναι τελειωμένο μέγεθος, όταν στο γλειφομούνι έχεις πια βγάλει απ’ τη γλώσσα τις βοηθητικές ρόδες και ντρέπεσαι να ζητήσεις απ’ τον μπαμπά σου να στις βάλει, καλύτερα να μη ξέρει ο δόλιος τι γλείφεις (ή τι αφήνεις να σου γλείφουν).
Αναρωτιέσαι πόσο μυστήριος φαίνεσαι τα Σάββατα το απόγευμα το τελευταίο τέταρτο πριν κλείσει το σούπερ μάρκετ. Όλες οι προσφορές τελειωμένες, τα καλάθια και τα καρότσια καπαρωμένα όλα και τα προφυλακτικά τ’ αλλάξαν πάλι θέση. Ανάμεσα στις μαγιονέζες και τις λάμπες πήγαν και βάλαν τις καπότες. Ο καπιταλισμός ξανά ένα βήμα μπροστά.
Τα κείμενα είναι σαν τα σώματα. Κάποτε φθείρονται, ψοφάνε, αποσυντίθενται κι αφόρητα βρωμάνε.
Διγ.
*πίνακας: Edward Henry Potthast, “Happy days” [1920]