«Όποιος δε πάει, γιαβρί μ’, στρατό
-άμα δεν ειν’ μαστούρης-
ή είναι ντιπ για ντιπ ζαβός
ή είναι πισωλούρης»
Τάδε μου έφη η μάνα μου
για να μου δώκει θάρρος
να κάμω το καθήκον μου
στα σύνορα, φαντάρος
Και βρέθηκε ένας γείτονας
στο διπλανό κρεβάτι
που τα ’χε όλα ανάποδα
και μου μπαίνε στο μάτι
Πρώτον, το βλέμμα αλλόκοτο.
(Θεός να μη με κρίνει
πιστεύω ότι έπαιρνε
χασίς ή κοκαΐνη)
Δεύτερο, σα κοιτούσαμε
γυμνές, δε συμμετείχε
ανώμαλος ή ανίκανος.
Αλλιώς πώς εξηγείται;
Όλη τη μέρα διάβαζε
κάτι χοντρά βιβλία
φιλόσοφους, ποιήματα…
(βλαμμένος, όχι αστεία)
Μιλούσε για τον Πάτροκλο
και τον Αριστοτέλη
το όπλο ούτε ήξερε
πώς λύνει και πώς δένει
(Έτσι ζαβοί ’ναι σκέφτηκα
όλοι τους στην Αθήνα
κι ύστερα κλαίγονται άδικα
πως λιώνουν απ’ τη πείνα)
Μια μέρα στη τηλιόραση
βουίζαν τα κανάλια
«έχουνε έρθει Σύριοι
μιλιούνια, καραβάνια»
Γυρνώ στον θεοπάλαβο
του κλείνω το βιβλίο
και μ’ ένα αλαφροσκούντημα
του λέω το αστείο:
– Αφού, βρε συ, δε ξέρετε
ουτ’ όπλο να κρατάτε
τώρα που οχτροί εισβάλουνε
βιβλία θα πετάτε;
– Συφάνταρε, στους πρόσφυγες
η λύση είναι μία
την είπες τέλεια, μπράβο σου!
να πεταχτούν βιβλία.
Τζε Λα Ρεβ