Είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι
όλο νεύρα, φωνές, “δεμαρέσει”
κι αποφάσισα μόνος, μια νύχτα
ένα τέλος να βάλω στη σχέση
Και μαζεύω απ’ το σπίτι ό,τι είχε
σε βαλίτσα μεγάλη τα χώνω
στο δικό της να πάω να τ’ αφήσω
«δε σ’ αντέχω, λοιπόν, πάρε δρόμο!»
Μα πριν φτάσω στο σπίτι της, κάνω
μία στάση για κρέπα (ή πίτσα;)
και μ’ ανοίγουν τ’ αμάξι στο πάρκινγκ
και μου κλέβουν τη δόλια βαλίτσα
Και της λέω την αλήθεια· εις μάτην
«μου τα πέταξες» λέει εν κρίσει
και δηλώνει: «και γω θα πετάξω
ό,τι βρω να ‘χεις σπίτι μου αφήσει»
Λέω, ντάξει, σιγά τη πραμάτεια
Φορτιστές, κάλτσες, μπλούζα Κριστιάνο
μόνο κρίμα εκείνη η κιθάρα
αλλά κλάιν -μπαρέδες δε πιάνω.
Δύο μήνες και ούτε περάσαν
κι η “κυρία” φωτό ανεβάζει
μ’ ένα νέο αμόρε μουσάτο
την κιθάρα θερμά ν’ αγκαλιάζει!
Και του στέλνω του τύπου ένα inbox
«η κιθάρα αυτή μου ανήκει
πες που μένεις να ‘ρθω να την πάρω
μη τυχόν και πουλήσεις νταηλίκι»
― «Αδερφέ μου, μαθαίνω να παίζω
κι έχει αλλάξει η ζωή μου, το ξέρεις;
τη λατρεύω· ικετεύω άφησε τη
θα σου δώσω λεφτά, όσα θέλεις»
Ε, την άφησα· (μόνο τρακόσια)
-να ‘χε αξία εκατό; αμφιβάλλω-
μα του έδωσα και τη γυναίκα!
(νταβατζής απ’ τα lidl, δίχως άλλο)
Η ζωή τιμωρεί τους ξεφτίλες
single έμεινα εβδομήντα βδομάδες
και λεφτά; τα τριπλάσια φύγαν
σε “χορούς” και σε real νταβάδες
Τζε Λα Ρεβ