Στη Ρόδο απ’ έξω εν΄ Αύγουστο
-γιατί να σας το κρύψω;-
γλεντούσα σε σκυλάδικο
τον πόνο μου να πνίξω
Οι φίλοι μου επένδυσαν
στο gin μπας και ξεχάσω
μα μάταιο το μεθύσι μου
στο να τη ξεπεράσω
Και βγαίνουμε χαράματα
επτά ή οκτώ η ώρα
ταξί να σταματήσουμε
να πάμε προς τη Χώρα
Σπρωχνόμασταν, φωνάζαμε
σαν έφηβοι λυκείου
και ωωω! ξυστά μας πέρασαν
δυο ρόδες λεωφορείου
Σταμάτησε ο “μάστορας”
και άρχισε να βρίζει
εμείς ανταποδώσαμε
κι έτσι ο καβγάς αρχίζει
Τραβιόσαντο, κλωτσιόσαντο…
εγώ δε συμμετείχα
(μου έφτανε ο πόνος μου
αλλιόρεξη δεν είχα)
Και κει μου ήρθε η φώτιση
(να ήταν το άγιο πνεύμα;)
στο πούλμαν μέσα τρύπωσα
στο απέναντι το ρεύμα
Αντίκρισα ημίγυμνους
τουρίστες μες στον τρόμο
εμβρόντητους να χάσκουνε
το ξύλο από τον δρόμο
Και λύνω το χειρόφρενο
ύστερα βάζω πρώτη
κι οι ξένοι να ουρλιάζουνε:
“Τhis is not funny, stop it!”
Και ενώ οδηγώ ακάθεκτος
τους λέω για τη Μαρία
πως άδικα με χώρισε
γι’ ασήμαντη αιτία:
«She said I never show to her
my love and what I’m thinking
I am, είπε, more interested
for AEK and for drinking»
Κατόπιν τους ανέπτυξα
-χωρίς να σταματήσω-
την ύστατη ιδέα μου
να την ξανακερδίσω:
Να πάμε έτσι όπως είμαστε
μαζί, σαν μια ομάδα
να κάνουμε στο σπίτι της
το «stand by me» καντάδα
Και όταν σταματήσαμε
στο κόκκινο φανάρι
με μια λαβή με ξάπλωσε
ένα ξανθό γομάρι
Με βρίσανε, με κλώτσησαν
με χτύπησαν με βία
δεμένο με παρέδωσαν
μπρος στην Αστυνομία
Καλά τα λεν οι γέροντες
δεν έχω πια ενστάσεις
«μεράκι» και «φιλότιμο»
δε παίρνουν μεταφράσεις!
Τζε Λα Ρεβ