ΜΕΡΕΣ ΠΡΩΤΕΣ
∇
Δεν είχε στη ζωή του βγάλει οχτάωρο, κάτι τα νοίκια του μπαμπά, κάτι τα χαλυβδόφυλλα των νάιντις, ξέπεσε· κρίση αφού, τράβηξε να δουλέψει
ò
σε κέντρο τηλεφωνικό -όχι πως το ‘χε με το λέγειν- ειν’ εύκολο, του είπαν, αν είσαι λίγο ξύπνιος παίρνεις και φιλοδώρημα. Καθότανε φαρδύς-πλατύς κι ανάμεσα απ’ τις κλήσεις, διακόσιες και τριακόσιες την μια μέρα, μασούλαγε σποράκια, κατάπινε αναψυχτικά, και κάρφωνε το βλέμμα, στης συναδέλφου τ’ αβυσσαλέο ντεκολτέ.
χ
Μα όταν άκουγε καμιά φωνή σκερτσόζικη, καμία νεαρούλα, έτριβε την κοιλιά του, και με την δεξιάν του, έψαυε τ’ αχαμνά του. Τον πιάσαν δυο και τρεις (μάλλον θα φαγουρίζεται ο χοντρός, θα ‘χει τρυπήσει το βρακί του) δεν θέλανε και ΄κείνοι να πιστέψουν, μέχρι που πήρε πόδι.
á
Στου πληρωμένου καθισιού την μαθητεία, ειχ’ αριστεία, και του κακοφαινόταν του κηφήνα, να βιοπαλεύει στην Αθήνα…
ΜΕΡΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΣ
∴
Δε χόρταινε ο Πανάγος ο ηλιόπληκτος, λευκός που ήτανε και πλαδαρός συνάμα, πασάς του καναπέ και φαν της της τηλεόρασης, κουτσομπολιό και χάμπουργκερ · μα θέλει ρεύμα η τιβί, παρά η κατανάλωση, και πως ν’ αντεπεξέλθει;
€
Σε άκρως ύποπτο –εν ονόματι “Ωρίων” χοτελάκι– τον έχωσε η θεια του στην ρεσέπσιον, και έτσι όπως ήτανε κατάμονος, μπακούρης δέκα χρόνια, ερεθιζόταν ο κουλός, μόνο στην θέα του έρωτα, και στην γλυκιά οσμή του. (Είπε) – Θα στήσω δύο κάμερες, κι ολημερίς θ’ αρμέγω.
ℑ
Οποία τέρψη τρομερή (!), λαγόνες, στήθη και λαιμοί, γυμνοί να παρελαύνουν, του εστερημένου το μυαλό , θολό και ρημαγμένο, έριξ’ ιδέα! Εκβίαζε μικρόφαλους, μοιχούς και γεροντάκια, πως θα τους ταίριαζε καρμπόν, να ‘χαν σελίδα στο γιουπόρν.
Εν αναμονή του Τέλους …
Φωκάς