Στο νεκροκρέβατο ο ζωγράφος σαν ξαπλώνει,
ο λατρεμένος και αδάμαστος Πικάσο,
ζητάει δίπλα του ελάχιστα υλικά.
Μήτε γυναίκα, μήτε φως, μήτε τσιγάρο.
Μονάχα κάρβουνο κι ένα λευκό καμβά
Να φέρουν γρήγορα κοντά του, ψιθυρίζει.
Εκείνος που άλλαξε του νου τη ζωγραφιά
Αυτός που έδειξε από τ’ άσχημο πιο πέρα.
Ο δυσθεώρητος αδάμαστος Πικάσο,
στο νεκροκρέβατο σαν φτάνει και ξαπλώνει
– ίσως με μια υποψία κούρασης στα χείλη
και νερωμένο πια το μπλε στα λάγνα μάτια
μονάχα αυτό όμως, τίποτε παραπάνω –
ο παντοκράτορας αδάμαστος Πικάσο,
στου νεκροκρέβατου τ’ ολόλευκο σεντόνι
ζητά τα ίδια που ζητούσε κάθε μέρα.