Της Ευθυμίας Γιώσα*
Διαφυγόντα νέφη εκτελούν το καθημερινό δρομολόγιο μεταξύ συμφραζόμενου και νοήματος – κάπου στη μέση, γυναίκες με μπλε στολές ανοίγουν τα ξένα γράμματα, ιχνηλατώντας αποδράσεις.
Στο φαράγγι που ζούμε τα σχεδιάσματα δεν κρυπτογραφούνται. Κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσά μας. Απολαμβάνουν να μας κοιτούν κατευθείαν στα μάτια, να σφυρίζουν αργόσχολα καθώς περνάμε βιαστικοί μπροστά τους, να γελούν όταν εμείς κλαίμε για την τάση του ρεύματος που μας διαπερνά. Όμως, το επίμετρο κανείς δεν επιχειρεί να το γράψει – με τι να συμπληρώσεις το κενό;
Μένω κι εγώ, με μια αποσπασματική μοναξιά που συνεχώς διαπιστώνει, να επισκοπώ ταυτολογίες και συμφύρματα. Ενώ στο βάθος, σ’ αυτό που κάποιος θα μπορούσε να ονομάσει «προοπτική», επιπλέουν τα ομόκεντρα χαμόγελά μας, οι οξυκόρυφες σιωπές μας, τα κατατρεγμένα χάδια μας. Η μοναδική αντωνυμία που ίσως και να μας σώσει.
* Η Ευθυμία Γιώσα είναι βιολόγος. Το πρώτο της ποιητικό βιβλίο κυκλοφόρησε το 2016 με τον τίτλο Σώματα πτερόεντα από τις εκδόσεις Σοκόλη. Άρθρα της συγγραφέως έχουν δημοσιευτεί σε ποικίλα περιοδικά και ιστότοπους.
**ο πίνακας: Sean Scully, White window, 1988.