[φαντάζομαι]
Μετά τη βάφτιση, στου Αη Γιώργη το προαύλιο
Ένα ανοιξιάτικο μαβί ήσυχο δείλι
Στα σκαλοπάτια καθιστή χάζευα τ’ αύριο
να ξεθωριάζει εκεί που ο δρόμος καταλήγει
[αισθάνομαι]
Μετά μανίας τα τσιγάρα μου κατάπινα
ή με κατάπιναν αυτά άραγε, φίλοι;
Με πήρε η νύχτα να κοιτάζω το διάστημα
Τέτοιο μυστήριο ο νους δεν το τυλίγει
[σκέφτομαι]
Σήμερα βάφτισα πατέρα έναν άγνωστο
και αποκάλεσα μητέρα μία ξένη
Όλα τ’ αδέρφια μου απόψε τιτλοφόρησα
Μπας κι έτσι ζήσουμε για πάντα ευτυχισμένοι
[μιλάω]
Μα απ’ το νερό το όνομά μου αναδυόμενo
—Εις του Πατρός και του Υιού και των πνευμάτων—
βρήκε ένα σώμα μες στου κόσμου μας το δρώμενο
να περπατά επί αγωνίας και πτωμάτων
[σιωπή].-