Η τέχνη του σχετίζεσθαι

Η τέχνη του σχετίζεσθαι

Γευματίζαμε σε μεζεδοπωλείο στην πόλη που τον Αύγουστο φυτρώνουν σαν κόκκινες τουλίπες οι τουρίστες. Δίπλα μας τρία μικρά κορίτσια περί των οκτώ ετών, άφθαρτες ψυχές, ψυχές παρθένες, μαζί με ένα αγόρι της ίδιας ηλικίας, πάιζαν το παιγνίδι του σεχτίζεσθαι.

«Πως σε λένε;!» αναφώνησε ο μικρός

« Δανάαααη» ανταποκρίθηκε δειλά μέσα από το κουκλίστικο φόρεμά της

« Πως σε ΛΕΕΕΝΕ;» ξαναφώναξε ο μικρούλης Δον Ζουάν

« ΔΑΝΑΗ»

« ΠΩΣ ΣΕ ΛΕΝΕ;!;!»

« ΑΦΟΥ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΔΑΝΑΗ!!!» ξεφώνισε η λιλιπούτεια ζωγραφιά και αφέθηκε σε μία ενέργεια παιδική, ακατέργαστη, σε μία θάλασσα πλατιά χαχανητών κι αγάπης.

Μια μικρή ιεροτελεστία λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια μου. Μια γνωριμία που τα ονόματα δεν γίνεται να ξεχαστούν, που κάθε σμίλευμα φθάνει στην ρίζα της ψυχής, που δεν υπάρχουν κώδικες και ήθη και φραγμοί, μόνο μια ένωση ειλικρινής, μία άνευ όρων και προσδοκιών παράδοση στο αιώνιο παιγνίδι.

Κανάλια ανοιχτά ήταν εκείνα τα παιδιά, όπως όλα τα παιδιά. Άνθρωποι πραγματικοί όχι πραγματιστές, ύλη παλλόμενη και ενεργή όχι υλιστικά κουφάρια, μάτια ανοιχτά όχι θωρακισμένα κούφια κύμβαλα. ·Με μία απλότητα αφοπλιστική δράττονταν της στιγμής και χασκογελούσαν και ακουμπούσε το ένα τα` άλλο… Και πάλι επέστρεφαν στο μηδέν απ` το οποίο ξεκινούσαν, πάντα με τη βεβαιότητα ότι θα καταλήξουν ξανά στο άπειρο

Και είναι αλήθεια πως έφτασαν και κει. Μα αποφάσισαν να επιστρέψουν, ν`  αγκαλιαστούν σφικτά πριν οι δρόμοι τους χωρίσουν,  με τα ματάκια τους σχεδόν υγρά απ την ιδέα του αποχωρισμού.

Τότε έξαφνα, ξεπρόβαλε από τα σώθηκα μια άυλη μορφή – ένα παιδί φάντασμα,  μ` αγκάλιασε σφικτά με τα ματάκια του σχεδόν υγρά απ την ιδέα του αποχωρισμού… Του υποσχέθηκα ότι ποτέ δεν θα τα` αφήσω, ότι ποτέ δεν θα διαφθείρω την ζωτική απλότητα του. Όχι πως τάχα είμαι αθώος ή σοφός ή ευτυχής. Μόνο που κείνη την στιγμή κατάλαβα · “καθείς και τα όπλα του” .

 

Φωκάς .

Author

Το "Φωκάς" του 'μεινε απ' το σχολείο. Παρ' όλα αυτά έχει γίνει τόσο δικό του, ώστε σπανίως γυρίζει το κεφάλι όταν κάποιος θα τον αποκαλέσει με το βαφτιστικό του. Είναι ένας τραγουδοποιός που είναι κοινωνικός λειτουργός, που παίζει κιθάρα, αλλά που θα 'θελε να παίζει τσέλο φορώντας κάτι ανάλαφρο, όπως για παράδειγμα σανδάλια και αμάνικες φαρδιές φανέλες μες στον Χειμώνα. Όταν κανείς δεν κοιτάει ή όταν κοιτάνε όλοι, είναι ποιητής. Κάνει παρέα με σαλιγκάρια και σκυλι(ε)ά, αλλά θα 'θελε να χει μια γάτα. Αρέσκεται στο να απαγγέλλει ποιήματα μιμούμενος τη φωνή του Εμπειρίκου και του Χριστιανόπουλου, εναλλάξ. Θα τον πετύχετε να τριγυρνάει στο Παγκράτι κρατώντας μία ναυλότσαντα Σκλαβενίτη μ' όλα του τα υπάρχοντα, σφυρίζοντας κάποιον οικείο σας σκοπό. Μην φωνάξετε "Γιώργο!", δεν θα γυρίσει...