Θα επανέλθουμε
την ύστατη στιγμή, στον κάμπο
τον στρωμένο από λεπίδια
στις πεδιάδες που πρωτοείδαμε σάρκες γυμνές,
στη θύμηση γαμπών, λευκών, αρμονικών,
θα επανέλθουμε
στο λάκκο να φονεύσουμε τα φίδια .
Ο,τι έως τώρα ίπτατο στον αέρα
με μια ορμή συχνοτική ,
με της παλινδρομήσεως τη γνώριμη παντιέρα ,
στη περιδίνηση των ξυπνητών ονείρων ,
ο,τι έως τώρα ανήκε στον αέρα ,
ταγμένοι σε μια υπόσχεση βίαιη, φλογερή,
ο,τι έως τώρα ίπτατο στον αέρα
να επαναφέρουμε στη Γη .
Θα επιστραφούμε
στις λάσπες, ως κάπροι ηδονιζόμενοι ,
πρωτόγονοι, παραδομένοι,
όχι στην ειμαρμένη, μα από ένστικτο ορμώμενοι
θα επανέλθουμε ·
για μια άλλη οικουμένη.
Τα σώματά μας τραχιά, ηλιοκαμένα, υπέργειες διαβάσεις ειν’ οι γραμμές στα ροζιασμένα χέρια μας, σμιλεύσεις του καμάτου , που εξιστορούν των φλεβικών επάλξεων τη δικαίωση . Οι πόροι, πύρινα στίγματα που ανθούν πάνω στο δέρμα το υδάτινο, η τρίχα μελαψή ή άσπρη απ’ τον ήλιο, μιας άλλη εποχής ενόραση, που τώρα έγινε Τώρα, δια την εκπλήρωση εκείνης της υπόσχεσης · της φλογερής, της βίαιης, στης γείωσης την Ώρα .
Θα επανέλθουμε
σαν τις θαλάσσιες χελώνες
στην άπειρη βύθιση τον εντός μας ρέοντος ύδατος
στην απροσμέτρητη ροή του καταρράκτη
Μαινόμενοι
για του παρόντος τη ρευστότητα, για τ’ αδιάγνωστο παιγνίδι ,
που βάλθηκε για οικεία μας
να κτίσει ένα καβούκι –
που τίποτα δεν έταξε
εξόν απ’ το ταξίδι –
Θα επανέλθουμε
του ποταμού διεκδικώντας τη πραότητα
τ΄ωκεανού την απεραντοσύνη
– πάντα στις ίδιες τις ακτές –
του λαβυρίνθου, μόνο εμείς, γευόμενοι τα δάση
από της λήθης το πηγάδι ανασύροντας
τη θέση. τη σύνθεση. την άρση ,
θα επανέλθουμε μ’ ορμή ανεγκλόβιστη,
με ορθωμένους πυρσούς , φλογερούς,
από τη γη την άγονη στη γη τη καρπερή,
από το τέλος την αρχή να ξαναβρούμε
θα επανέλθουμε,
πίσω να ‘πιστραφούμε .
Φωκάς .